-
1 συχάζω/<дет.>
αμετ. успокаивать(ся) -
2 успокоить
успокоить καθησυχάζω, (η) συχάζω, ανακουφίζω· \успокоить боль καταπραΰνω τον πόνο \успокоиться 1) καθησυχάζω, (η)συχάζω 2) (прекратиться) καταπραΰνω, παύω* * *καθησυχάζω, (η)συχάζω, ανακουφίζωуспоко́ить боль — καταπραΰνω τον πόνο
-
3 успокоиться
1) καθησυχάζω, (η)συχάζω2) ( прекратиться) καταπραΰνω, παύω
См. также в других словарях:
(η)συχάζω — ησύχασα, ησυχασμένος 1. αμτβ., ηρεμώ, είμαι ήσυχος: Μόνον αν πεθάνει θα ησυχάσει. – Ησυχάζει το σπίτι όταν φεύγει το παιδί. 2. αναπαύομαι, κοιμάμαι: Έπεσε στο κρεβάτι για να ησυχάσει λίγο. 3. απαλλάσσομαι από ανησυχίες ή πόνους: Αν δεν έβλεπε με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ησυχάζω — και συχάζω (AM ἡσυχάζω) Ι. (αμτβ.) 1. βρίσκομαι σε ησυχία, είμαι ήσυχος, ηρεμώ, είμαι σε ηρεμία, αδρανώ 2. συνεκδ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω («ἡ ἀπορία τοῡ μὴ ἡσυχάζειν» η έλλειψη αναπαύσεως, Θουκ.) 3. συνεκδ. πλαγιάζω, κοιμάμαι 4.… … Dictionary of Greek