-
1 συσπειρώνω
[сиспироно] р. свивать, свбртывать спиралью, сплачивать, объединять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συσπειρώνω
-
2 сплачивать
сплачивать, сплотить συσπειρώνω; πυκνώνω (ряды и т. п.)* * *= сплотитьσυσπειρώνω; πυκνώνω (ряды и т. п.) -
3 сплачивать
(плотно соединять) συσπειρώνω, ενώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сплачивать
-
4 сплачивать
сплачиватьнесов πυκνώνω, συσπειρώνω:\сплачивать ряды πυκνώνω τίς γραμμές. -
5 сплачивать
[σπλάτσιβατ*] ρ. συσπειρώνω -
6 сплачивать
[σπλάτσιβατ'] ρ συσπειρώνω -
7 закрутить
-учу, -утишь ρ.σ.μ.1. στρίβω, συστρέφω• περιστρέφω•закрутить проволоку στρίβω το σύρμα•
закрутить усы στρίβω το μουστάκι•
закрутить сигарету στρίβω το τσιγάρο.
2. περιτυλίγω, κουβαριάζω, συσπειρώνω3. (απλ.) βιδώνω• κλείνω περιστρέφοντας•закрутить гайку βιδώνω το παξιμάδι•
кран κλείνω την κάνουλα.
4. (απλ.) ευφυολογώ, εκφράζομαι πετυχημένα.5. αρχίζω να στρίβω κλπ. ρ. βλ. крутить.1. στρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).2. αρχίζω να περιστρέφομαι, να στρίβομαι βλ. κ. крутиться. -
8 сплотить
-очу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сплоченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. συμπιέζω, συσφίγγω. || συνδέω, δένω στερεά (πλωτή ξυλεία).2. μτφ. συσπειρώνω•. πυκνώνω•сплотить ряды демонстрантов πυκνώνω τις γραμμές των διαδηλωτών.
3. μτφ. ενώνω συσσωματώνω•сплотить народ ενώνω γερά το λαό.
1. πυκνώνω•-лись ряды демонстрантов πύκνωσαν οι, γραμμές των διαδηλωτών.
2. ενώνομαι, συσσωματώνομαι.
См. также в других словарях:
συσπειρώνω — συσπειρώνω, συσπείρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συσπειρώνω — συσπειρῶ, όω, ΝΑ 1. συστρέφω κάτι σπειροειδώς, κουλουριάζω, κουβαριάζω 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σπειροῦμαι (< σπεῖρα)] … Dictionary of Greek
συσπειρώνω — συσπείρωσα, συσπειρώθηκα, συσπειρωμένος 1. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον: Συσπείρωσαν τις δυνάμεις τους. – Συσπειρώθηκαν γύρω από τον αρχηγό τους. 2. κουλουριάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουλ(λ)ουριάζω — (Μ κουλλουριάζω) [κουλ(λ)ούρα)] δίνω σε κάτι σχήμα κυκλικό, συστρέφω νεοελλ. 1. συσπειρώνω, τυλίγω, περιελίσσω σπειροειδώς, μαζεύω κάτι (α. «κουλούριασα το σύρμα» β. «το φίδι κουλουριάστηκε γύρω από το σώμα της») 2. (ενεργ. και μεσ.) μαζεύομαι… … Dictionary of Greek
κουρδίζω — και κουρντίζω και κορδίζω και χορδίζω (Μ κορδίζω) τεντώνω τις χορδές μουσικού οργάνου στον τόνο που χρειάζεται νεοελλ. 1. συσπειρώνω με το κουρδιστήρι το ελατήριο ρολογιού ή άλλης μηχανικής συσκευής 1. πειράζω κάποιον και τόν κάνω να θυμώσει,… … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συσπείρωμα — το, Ν [συσπειρώνω] συσπείρωση … Dictionary of Greek
συσπείρωση — η. Ν 1. σπειροειδής συστροφή, κουλούριασμα 2. συνάθροιση ατόμων γύρω από κάποιον ή από κάτι 3. πολιτική κίνηση συγκέντρωσης οπαδών γύρω από ένα πρόγραμμα, η οποία όμως δεν έχει προσλάβει μόνιμο χαρακτήρα οργάνωσης ή κόμματος («ανεξάρτητες… … Dictionary of Greek
συσπειρώ — (I) άω, ΜΑ 1. συστέλλω, συμμαζεύω («ἡ γαστὴρ συναγαγοῡσα... ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα», Γαλ.) 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι («περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι», Αριστοτ.) 3. κάνω ένα κουβάρι, κουλουριάζω, κουβαριάζω («ἔν τινι… … Dictionary of Greek
κουβαριάζω — κουβάριασα, κουβαριάστηκα, κουβαριασμένος 1. τυλίγω νήμα σε κουβάρι. 2. κουλουριάζω, συσπειρώνω. 3. εξαπατώ κάποιον, τον τυλίγω: Τον κουβάριασε η κατεργάρα το γιατρό. 4. το μέσ., κουβαριάζομαι μαζεύομαι, κουλουριάζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουρδίζω — και κουρντίζω και κορντίζω και χορδίζω κούρδισα και κούρντισα και κόρντισα και χόρδισα, κουρδίστηκα και κουρντίστηκα και κορντίστηκα και χορδίστηκα, κουρδισμένος και κουρντισμένος και κορντισμένος και χορδισμένος 1. εναρμονίζω τις χορδές μουσικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)