-
1 ξυνταρασσω
атт. συντᾰράττω1) взбалтывать, мутить(τέν κρήνην Her.)
2) приводить в замешательство, повергать в смятение(ἵππους Hom.; τέν στρατιὰν ἅπασαν Plut.)
οἱ μετὰ τοῦ Δημοσθένους ξυνεταράχθησαν Thuc. — солдаты Демосфена были приведены в замешательство3) приводить в беспорядок, расстраивать, возмущать или ниспровергать(τέν Ἑλλάδα Her.; τὰς πόλεις πρὸς ἀλλήλας Aeschin.)
νόμοι πάντες ξυνεταράχθησαν Thuc. — все (прежние) обычаи были разрушены;συνταραχθεὴς οἶκος Eur. — погибший дом (Агамемнона);τί συντετάραξαι ; Arph. — чем ты расстроен(а)?;συνταραχθεὴς ὑπὸ νόσων Plat. — терзаемый болезнями;ἅπαντα ἐναντίαις γνώμαισι συνταράξαι Arph. — опровергнуть все доводы4) смешивать(αἰθέρ πόντῳ ξυντετάρακται Aesch.)
5) возбуждать, разжигать(πόλεμον Polyb., Plut.)
-
2 συνταρασσω
атт. συντᾰράττω1) взбалтывать, мутить(τέν κρήνην Her.)
2) приводить в замешательство, повергать в смятение(ἵππους Hom.; τέν στρατιὰν ἅπασαν Plut.)
οἱ μετὰ τοῦ Δημοσθένους ξυνεταράχθησαν Thuc. — солдаты Демосфена были приведены в замешательство3) приводить в беспорядок, расстраивать, возмущать или ниспровергать(τέν Ἑλλάδα Her.; τὰς πόλεις πρὸς ἀλλήλας Aeschin.)
νόμοι πάντες ξυνεταράχθησαν Thuc. — все (прежние) обычаи были разрушены;συνταραχθεὴς οἶκος Eur. — погибший дом (Агамемнона);τί συντετάραξαι ; Arph. — чем ты расстроен(а)?;συνταραχθεὴς ὑπὸ νόσων Plat. — терзаемый болезнями;ἅπαντα ἐναντίαις γνώμαισι συνταράξαι Arph. — опровергнуть все доводы4) смешивать(αἰθέρ πόντῳ ξυντετάρακται Aesch.)
5) возбуждать, разжигать(πόλεμον Polyb., Plut.)
См. также в других словарях:
ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… … Dictionary of Greek
ταραχή — η, ΝΜΑ [ταράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράσσω, διατάραξη, διασάλευση 2. ανησυχία, κυρίως ψυχική, σύγχυση (α. «η γαλήνη σας γίνεται ταραχή», Σεφέρης β. «καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», Θουκ.) 3. (νεοελλ. συν. στον πληθ.)… … Dictionary of Greek