-
1 συνεπισχυω
подкреплять своими силами, оказывать содействие, приходить на помощь Xen.σ. τινί Polyb. — оказывать поддержку кому(чему)-л.
См. также в других словарях:
συνεπισχύω — Α 1. ενισχύω κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο 2. ιατρ. συντελώ («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», Γαλ.) 3. αστρολ. (για πλανήτες) συνδυάζω ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπισχύω «ενισχύω, δυναμώνω»] … Dictionary of Greek