-
1 συνεπελαφρυνω
(ρῡ) вместе облегчатьσ. τὸν πόλεμόν τινι Her. — помогать кому-л. в войне
См. также в других словарях:
συνεπελαφρύνω — Α βοηθώ στην ελάφρυνση, στην ανακούφιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπελαφρύνω «ελαφρύνω, ανακουφίζω»] … Dictionary of Greek