-
1 συνεξακουω
(fut. συνεξακούσομαι)1) слышать вместеσ. τινί τι Soph. — вместе с кем-л. слышать что-л.;
σ. τῶν ἔξωθεν ὄντων Plut. — слышать (голоса) находящихся снаружи2) одновременно угадывать или подразумевать(ἐπί τινος Sext.)
См. также в других словарях:
συνεξακούω — ΜΑ υπονοώ κάτι από τα συμφραζόμενα αρχ. ακούω με λεπτομέρειες για κάποιον ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («τῶν ἔξωθεν συνεξακούουσιν οἱ ἐντός», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξακούω «ακούω από απόσταση, μαθαίνω από άλλους, εννοώ»] … Dictionary of Greek