Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συν-διαλύω

См. также в других словарях:

  • συνανίημι — Α 1. χαλαρώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. παθ. συνανίεμαι είμαι διαλυτός σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνίημι «χαλαρώνω, διαλύω, ανακατεύω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκτήκω — Α καταστρέφω, φθείρω, λειώνω επί πλέον («συνεκτήκειν τὸ σαρκίον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτήκω «λειώνω, διαλύω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεξανίεμαι — Α χαλαρώνω μαζί («συνεξανίεται [τῇ ψυχῇ] τὸ σῶμα», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξανίημι «λύω, χαλαρώνω, διαλύω»] …   Dictionary of Greek

  • συντήκω — ΝΑ 1. λειώνω διάφορες ύλες μαζί για να δημιουργήσω κράμα, μίγμα («ἄλειμμα τὸ δι ἐλαίου..., συντακέντος δι ὀλίγου κηροῡ», Πλούτ.) 2. συγχωνεύω νεοελλ. λειώνω εντελώς αρχ. 1. συγκολλώ με σύντηξη 2. διαλύω μαζί 3. φθείρω («τὸν πάντα συντήκουσα… …   Dictionary of Greek

  • σύλλογος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. οργανωμένη ομάδα ανθρώπων με κοινούς στόχους (α. «σύλλογος εκπαιδευτικών» β. «εξωραϊστικός σύλλογος» γ. «εμπορικός σύλλογος») 2. φρ. «σύλλογος τών καθηγητών [ή τών δασκάλων]» το σύνολο τών εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε ένα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»