-
1 ξυναποστελλω
-
2 συναποστελλω
См. также в других словарях:
συνδιαπέμπω — Μ αποστέλλω κάποιον ή κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπέμπω «στέλνω κάτι προς διάφορες διευθύνσεις, διαβιβάζω»] … Dictionary of Greek
1 ξυναποστελλω
2 συναποστελλω
συνδιαπέμπω — Μ αποστέλλω κάποιον ή κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπέμπω «στέλνω κάτι προς διάφορες διευθύνσεις, διαβιβάζω»] … Dictionary of Greek