-
1 συνανιστημι
1) одновременно заставлять встать, подниматьἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ΄ ἑαυτοῦ τέν Ἀριάδνην Xen. — встав, (Дионис) поднял с собой и Ариадну
2) med. (с aor. 2, pf. и ppf. act.) подниматься, вставатьσ. τινί Xen. — вставать вместе с кем-л.
3) вместе восстанавливать, помогать восстановить(τὰ τείχη τινί Xen.)
См. также в других словарях:
συνανίστημι — ΜΑ 1. σηκώνω συγχρόνως («ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ ἑαυτοῡ τὴν Ἀριάδνην», Ξεν.) 2. βοηθώ στην ανέγερση («λέγοντες ὅτι συναναστήσοι τὰ μακρὰ τείχη», Ξεν.) αρχ. μέσ. συνανίσταμαι αναχωρώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνίστημι «εγείρω,… … Dictionary of Greek