-
1 συνυφαινω
(pf. συνύφαγκα)1) соединять в общую ткань, сплетать(κρόκας Arst.)
πλέγμα ἔκ τινος συνυφήνασθαι Plat. — изготовить себе плетенку из чего-л.2) ткать сообща Men.3) перен. сплетать воедино, объединять(πάντα Plat.)
4) составлять, сочинять(τὸν λόγον Arst.)
5) выдумывать, придумывать(μῆτιν Hom. - in tmesi)
ὥστε ταῦτα συνυφανθῆναι Her. — и таким именно образом все это было подстроено -
2 συνυφαίνω
(αόρ. συνύφανα) μετ.1) воткать; 2) перен. плести, замышлять (интриги, козни и т. п.) -
3 συρράπτω
μετ.1) сшивать; соединять; 2) перен. компилировать; 3) см. συνυφαίνω 2
См. также в других словарях:
συνυφαίνω — ΝΜΑ παρεμβάλλω κάτι κατά την κανονική ύφανση, ενυφαίνω («πέπλος συνυφασμένος με νήματα χρυσού») νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνυφασμένος, η, ο μτφ. στενά συνδεδεμένος, συναρμοσμένος, απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον άλλο 2. φρ.… … Dictionary of Greek
συνυφαίνω — ανα, άνθηκα, ασμένος 1. υφαίνω μαζί διάφορα υλικά. 2. δολοπλοκώ, συνωμοτώ 3. μτχ., συνυφασμένος στενά δεμένος: Η ποιότητα ζωής ενός λαού είναι συνυφασμένη με την πνευματική του ανάπτυξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνυφαίνῃ — συνυφαίνω weave together pres subj mp 2nd sg συνυφαίνω weave together pres ind mp 2nd sg συνυφαίνω weave together pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνυφαινομένων — συνυφαίνω weave together pres part mp fem gen pl συνυφαίνω weave together pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνυφαινόμενον — συνυφαίνω weave together pres part mp masc acc sg συνυφαίνω weave together pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνυφανθέντα — συνυφαίνω weave together aor part pass neut nom/voc/acc pl συνυφαίνω weave together aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνυφαίνει — συνυφαίνω weave together pres ind mp 2nd sg συνυφαίνω weave together pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνυφαίνοντα — συνυφαίνω weave together pres part act neut nom/voc/acc pl συνυφαίνω weave together pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνυφαίνουσι — συνυφαίνω weave together pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνυφαίνω weave together pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνυφαίνουσιν — συνυφαίνω weave together pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνυφαίνω weave together pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνυφήνῃ — συνυφαίνω weave together aor subj mid 2nd sg συνυφαίνω weave together aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)