-
1 συντελώ
[синтэло] ρ. способствовать, содействовать, завершать, оканчивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συντελώ
-
2 способствовать
συντελώ, συμβάλλω, συντείνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > способствовать
-
3 способствовать
-
4 двигать
-аю, -аешь κ. движешь, -жет; παθ. μτχ. ενστ. движимый, βρ: -жим, -а, -о, ρ.δ.1. κινώ, κουνώ, σαλεύω, μετακινώ, μετατοπίζω•двигать мебель μετακινώ το έπιπλο.
|| μτφ. προωθώ, μετακινώ•двигать батальон в атаку προωθώ το τάγμα για επίθεση.
|| κινώ με•двигать руками κινώ με τα χέρια.
2. μτφ. βάζω, θέτω σε κίνηση, κινώ.3. μτφ. συμβάλλω, συντελώ’ (στην ανάπτυξη, προοδο), ωθώ, προωθώ, δίνω ώθηση•двигать науку συντελώ στην πρόοδο της επιστήμης•
двигать дело προωθώ την υπόθεση.
4. υποκινώ, παρακινώ•им движет чувство жалости κινείται από αίσθημα οίκτου•
им двигает страсть κινείται από πάθος•
им движет тщеславие κινείται από φιλοδοξία (ματαιοδοξία).
5. ξεκινώ, μπαίνω σε κίνηση.εκφρ.еле ή с трудом – κ.τ.τ. двигать ногами μόλις μπορώ και παίρνω (σέρνω) τα πόδια.1. κινούμαι, κουνιέμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, σαλεύω. || μτφ. αναπτύσσομαι, ανεβαίνω, προωθούμαι, προάγομαι•двигать по службе προάγομαι στην υπηρεσία, ανεβαίνω στην υπηρεσιακή ιεραρχία.
2. ξεκινώ, εκκινώ, μπαίνω σε κίνηση. -
5 способствовать
-ствуго, -ствуешьρ.δ. με δοτ. συντελώ, συμβάλλω, συντείνω•способствовать успеху συντελώ στην επιτυχία.
-
6 коррозия
η διάβρωσ/η, η σκωρίασηпредотвращать - ю προλαμβάνω/παρεμποδίζω τη -предотвращать распространение - и προλαμβάνω/παρεμποδίζω την επέκταση της - ηςнеравномерная - (протекающая с разнойскоростью) ανισομερής - (με διαφορετικήταχύτητα)сухая - ξηρά -, στεγνή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коррозия
-
7 способствовать
способствоватьнесов (чему-л.) συντείνω, βοηθώ, συμβάλλω, συντελώ/ εὐνοώ (благоприятствовать):\способствовать развитию про-мышлеЛюсти βοηθώ στἡν ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας. -
8 благоприятствовать
-ствую, -ствуешь, ρ.δ. με δοτ.ευνοώ, βοηθώ, συντελώ•-ла и погода ευνοούσε και ο καιρός.
-
9 играть
ρ.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о,επιρ. μτχ. -ая κ. -аючи.1. παίζω (για διασκέδαση)•играть в куклы παίζω τις κούκλες•
играть в мяч παίζω το τόπι ή τη μπάλα•
играть в жмурки παίζω την τυφλόμυγα.
|| (για διάφορα παιγνίδια)•играть в шахматы παίζω σκάκι•
играть в футбол παίζω ποδόσφαιρο•
играть в бильирде παίζω μπιλιάρδο.
2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•буря -ет μαίνεται η θύελλα.
3. αφρίζω, βράζω•вино -ет το κρασί αφρίζει.
4. λάμπω, λαμπυρίζω•солнце -ет на поверхности воды ο ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού•
-ют звзды λαμπυρίζουν τ αστέρια•
бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει•
румянец -ет у не на щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκίνίζουν.
|| κινούμαι, πάλλομαι•моршины -ют οι ρυτίδες παίζουν.
|| προσποιούμαι, κάνω•играть в великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο.
5. εκτελώ•на скрипке παίζω βιολί•
-ет музыка παίζει η μουσική.
|| μτφ. επιδρώ•играть на нервах επιδρώ στα νεύρα.
|| (διάφορες σημασίες)•играть в деньги παίζω με χρήματα•
играть с огнм (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά•
играть своей жизнью παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)•
в груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά•
в этом случае он -ал не особенно почтнную роль σ αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο•
улыбка -ет на е лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο.
εκφρ.играть большую роль – παίζω μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)•играть срадьбу – παλ. κάνω γάμο•играть первую скрипку – παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα! ρόλο)•играть вторую скрипку – παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)•глазами – γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια• φλερτάρω•играть словами – α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. играть на бирже παίζω στο χρηματιστήριο•играть на руку кому – παίζω το παιγνίδι κάποιου (βοηθώ, συντελώ)•судьба -ет людми – παλ. η τύχη παίζει με τους ανθρώπους.1. παίζω.2. επιθυμώ• έχω διάθεση. -
10 пища
-и θ.1. τροφή• φαγητό•лгкая пища ελαφρά τροφή•
приготовить -у ετοιμάζω (μαγειρεύω) φαγητό.
2. μτφ. διατροφή• πηγή•зни-ние есть пища для души η γνώση είναι τροφή της ψυχής•
духовная пища πνευματική τροφή•
это -для сплетников αυτό είναι τροφή για τους κου-τσομπόλους.
εκφρ.давать -у – δίνω, παρέχω τροφή (συντελώ)•на -е святого антония – κα-ταπεινασμένος, θεονήστικος. -
11 содействовать
-ствуго, -отвуешьρ.δ. κ. σ. (με δοτ.)• βοηθώ• συμβάλλω, συντελώ• συμπαραστέκομαι.
См. также в других словарях:
συντελώ — συντελώ, συντέλεσα βλ. πίν. 76 Σημειώσεις: συντελώ, συντελούμαι : σε επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η λόγια άτονη αύξηση αορίστου (συνετέλεσα). Η έννοια διαφοροποιείται από την ενεργητική στην παθητική φωνή. Το συντελώ σημαίνει → βοηθώ,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συντελώ — συντελῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α 1. συμβάλλω, συντείνω, συνεργώ στο να γίνει κάτι, υποβοηθώ (α. «η ανεργία συντελεί στην αύξηση τής εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῑν», Αριστοτ.) 2. (το… … Dictionary of Greek
συντελώ — συντέλεσα, συντελέστηκα, συντελεσμένος 1. βοηθώ στο να γίνει κάτι, συμβάλλω: Η τιμιότητά του συντέλεσε στην ανάδειξή του. – Η τεχνική εξέλιξη συντελεί στην ανύψωση του βιοτικού επιπέδου. 2. παθ. συντελούμαι, συμβαίνω, γίνομαι: Η συμφορά έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντελῶ — συντελέω bring to an end pres subj act 1st sg (attic epic doric) συντελέω bring to an end pres ind act 1st sg (attic epic doric) συντελέω bring to an end fut ind act 1st sg (attic epic doric) συντελέω bring to an end pres subj act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… … Dictionary of Greek
συντελούμαι — συντελούμαι, συντελέστηκα, συντελεσμένος βλ. πίν. 78 Σημειώσεις: συντελώ, συντελούμαι : σε επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η λόγια άτονη αύξηση αορίστου (συνετέλεσα). Η έννοια διαφοροποιείται από την ενεργητική στην παθητική φωνή. Το συντελώ… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αποφλεγματίζω — ἀποφλεγματίζω (Α) (για φάρμακα) συντελώ στο να διαλυθούν και να βγουν τα φλέγματα … Dictionary of Greek