Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

συνοίκησις

См. также в других словарях:

  • συνοίκησις — cohabitation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικήσει — συνοίκησις cohabitation fem nom/voc/acc dual (attic epic) συνοικήσεϊ , συνοίκησις cohabitation fem dat sg (epic) συνοίκησις cohabitation fem dat sg (attic ionic) συνοικέω dwell aor subj act 3rd sg (epic) συνοικέω dwell fut ind mid 2nd sg συνοικέω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνοίκησις — συνοίκησις , συνοίκησις cohabitation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικήσεις — συνοίκησις cohabitation fem nom/voc pl (attic epic) συνοίκησις cohabitation fem nom/acc pl (attic) συνοικέω dwell aor subj act 2nd sg (epic) συνοικέω dwell fut ind act 2nd sg συνοικέω dwell aor subj act 2nd sg (epic) συνοικέω dwell fut ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκησιν — συνοίκησις cohabitation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκηση — η / συνοίκησις, ήσεως, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνοίκησις Α [συνοικῶ] 1. συγκατοίκηση 2. συμβίωση άνδρα και γυναίκας νεοελλ. βιολ. μορφή συμβίωσης η οποία παρατηρείται κατ εξοχήν στα κοινωνικά έντομα, λ.χ. στα μυρμήγκια, στους τερμίτες κ.ά., και κατά την …   Dictionary of Greek

  • συνοικέσιο — το, ΝΜΑ, και συνοικήσιον Α [συνοίκησις] νεοελλ. διαπραγμάτευση που γίνεται μέσω τρίτου ατόμου για σύναψη γάμου, προξενιό μσν. αρχ. 1. νόμιμη, ύστερα από γάμο, συγκατοίκηση άνδρα και γυναίκας 2. (ιδίως) γάμος …   Dictionary of Greek

  • ԲՆԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 497 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 11c, 12c, 13c գ. συμφυΐα ejusdem naturae esse եւ conjunctio, cognatio եւն. Բնութենակցութիւն, որպէս համագոյութիւն. միասնականութիւն. ʼի բնէ միութիւն. *Լոյս ասեմ, որ ʼի հօր եւ յորդւոջ եւ ʼի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՇԱՐԱԲՆԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0468 Chronological Sequence: Unknown date գ. συνοίκησις cohabitatio. Բնակակցութիւն. կցորդութիւն. *Առուք գաղտապէս ընդ շարաբնակութեանն մորթոյն եւ մարմնոյն՝ երկու երակք. Պղատ. տիմ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՏՆԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0883 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c գ. συνοίκησις cohabitatio, contubernium. Տնակիցն գոլ. բնակակցութիւն. ընտանութիւն. կենակցութիւն. լծակցութիւն. *Ոչ ունի դառնութիւն տնակցութիւն նորա. Իմ. ՟Ը. 16: *Վասն զի տաճար չեւ եւս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ξυνοικήσεως — συνοικήσεω̆ς , συνοίκησις cohabitation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»