-
1 συνορεύω
[синорэво] р. граничитьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνορεύω
-
2 граничить
συνορεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > граничить
-
3 граничить
граничить 1) συνορεύω 2) (жить по соседству) γειτο νεύω* * *1) συνορεύω2) ( жить по соседству) γειτονεύω -
4 соприкасаться
1. (взаимно касаться) εφάπτομαι, αγγίζω 2. (иметь смежные границы) συνορεύω 3. (иметь отношение, быть связанным с чем-л.) συνδέομαι, συσχετίζομαι 4. (вступать в какие-л. отношения, иметь дело с кем-л.) επικοινωνώ, συναντιέμαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > соприкасаться
-
5 граничить
грани́||читьнесов1. συνορεύω, γειτνιάζω·2. перен ἀγγίζω τά δρια. -
6 прилегать
прилега||тьнесов1. (об одежде) ἐφαρμόζω ἀκριβώς, εἶμαι χυτός·2. (быть смежным) γειτονεύω, γειτνιάζω, συνορεύω. -
7 примыкать
примыкатьнесов1. (присоединяться) προσχωρώ, περνώ μέ τό μέρος..., τάσσομαι μέ:\примыкать к большинству́ περνώ μέ τό μέρος τής πλειοψηφίας·2. (быть смежным) πα-ράκειμαι, συνέχομαι, εἶμαι παράπλευρος / συνορεύω (граничить)· ◊ \примыкать штык воен. βάζω τή λόγχη στό ὅπλο. -
8 соприкасаться
соприкасатьсянесов 1.. (с чем-л.) γειτονεύω, γειτνιάζω, συνορεύω/ εἶμαι κολλητά (бить смежным)·2. перен ἔχω σχέσεις, συνεπικοινωνῶ·3. (касаться, дотрагиваться) ἄπτομαι, ἀγγίζω, ἐγγίζω, θίγω:\соприкасаться локтями ἀγγίζω μέ τόν ἀγκώνα -
9 граничить
-итρ.δ.(με δοτ.)1. συνορεύω, αυνομορώ, γειτονεύω.2. προσεγγίζω, πλησιάζω, εγγίζω τα όρια•его смелость -ит с наглостью το θάρρος του εγγίζει τα όρια της αυθάδειας.
-
10 примыкать
ρ.δ.1. βλ. примкнуть.2. γειτονεύω, γειτνιάζω συνορεύω. -
11 соприкасаться
ρ.δ.1. εφάπτομαι, εγγίζω.2. γειτονεύω, γειτνιάζω, συνορεύω.3. μτφ. εγγίζω τα όρια•его героизм -ется с безумием ο ηρωισμός του εγγίζει τα όρια της παραφροσύνης.
4. μ•τφ• συσχετίζομαι, συνδέομαι, έχωσυνάφεια.5. μτφ. επικοινωνώ, έρχομαι σε επικοινωνία• συναντιέμαι•приходится соприкасаться с разными людьми συμβαίνει να επικοινωνώ με διάφορους ανθρώπους.
-
12 соседить
-дишьρ.δ. γειτονεύω, γειτνιάζω. || συνορεύω.
См. также в других словарях:
συνορεύω — βλ. πίν. 17 (μόνο στον ενεστ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνορεύω — Ν [σύνορο] 1. έχω κοινά σύνορα με κάποιον, είμαι όμορος 2. φρ. «συνορεύουσα ζώνη» ναυτ. η διαχωριστική θαλάσσια ζώνη μεταξύ τών χωρικών και τών διεθνών υδάτων … Dictionary of Greek
συνορεύω — συνόρεψα, έχω τα ίδια σύνορα: Η Ελλάδα στα βόρεια συνορεύει με τη Βουλγαρία. – Τα χωράφια μας συνορεύουν με τα δικά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αστυγειτονούμαι — ἀστυγειτονοῡμαι ( έομαι) (Α) [αστυγείτων] κατοικώ σε γειτονική περιοχή, συνορεύω … Dictionary of Greek
γειτονεύω — (AM γειτονεύω) [γείτων] 1. είμαι γείτονας κάποιου 2. συνορεύω νεοελλ. (για γυναίκα) περνάω την ώρα μου με άλλες γειτόνισσες … Dictionary of Greek
εκδέχομαι — ἐκδέχομαι (AM) 1. δέχομαι κάτι που μού προσφέρεται, παραλαμβάνω 2. αναλαμβάνω βάρος ή ευθύνη, παίρνω επάνω μου αρχ. 1. (για διάδοχο) αναλαμβάνω τη θέση άλλου, διαδέχομαι 2. (για λόγο) παίρνω τον λόγο αμέσως μετά από κάποιον άλλο 3. αναμένω,… … Dictionary of Greek
εξαρτώ — (AM ἐξαρτῶ, άω) 1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου («τοὺς μὲν θυρεούς... ἐκ τῶν ὤμων ἐξηρτηκότες», Πολ.) 2. ακολουθώ τη βούληση ή τις διαθέσεις άλλου 3. παθ. υπάγομαι στην εξουσία, στην επίδραση άλλων (α. «σοῡ γὰρ ἐξηρτήμεθα», Ευρ. β. «εξαρτάται από … Dictionary of Greek
επίκειμαι — (AM ἐπίκειμαι) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι πάνω σε κάτι («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος», Θεόγν.) 2. (για κακό) βρίσκομαι κοντά, είμαι προσεχής, πλησιάζω, επικρέμαμαι (α. «τόν τε ἐπικείμενον κίνδυνον», Ηρωδιαν. β) «επίκειται πόλεμος … Dictionary of Greek
μεθορίζω — (ΑM) συνορεύω αρχ. εξορίζω, διώχνω, αποβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὁρίζω] … Dictionary of Greek
ομορέω — ὁμορέω και ιων. τ. ὁμουρέω (Α) [όμορος] 1. είμαι όμορος, έχω κοινά σύνορα με κάποιον, συνορεύω, γειτνιάζω 2. (στον ιων. τ.) (για γυναίκα) πλησιάζω κάποιον με ερωτική διάθεση ή συγκατοικώ παράνομα με ερωμένο, συζώ 3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ.… … Dictionary of Greek