Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συνομαλύνω

См. также в других словарях:

  • συνομαλύνω — Α εξομαλύνω τελείως, καθιστώ κάτι εντελώς λείο («τὸν τόπον συνομαλύνας ἐνῳκοδόμησε τὰ δικαστήρια», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμαλύνω «ισιώνω, εξομαλύνω» (< ὁμαλός)] …   Dictionary of Greek

  • συνομαλύνας — συνομαλύ̱νᾱς , συνομαλύνω make quite level aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) συνομαλύ̱νᾱς , συνομαλύνω make quite level aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνομαλίζω — Α συνομαλύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμαλίζω «εξομαλύνω, ισοπεδώνω» (< ὁμαλός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»