Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συνοικτίζω

См. также в других словарях:

  • συνοικτίζω — A νιώθω και εγώ οίκτο για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἰκτίζω «αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, οικτίρω» (< οἶκτος)] …   Dictionary of Greek

  • συνοικτίζεσθαι — συνοικτίζω have compassion on pres inf mp συνοικτίζω have compassion on pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνῴκτισε — συνοικτίζω have compassion on aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»