-
1 συνοικτιζω
-
2 συνοικτίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοικτίζω
-
3 συνοικτίζω
συν-οικτίζω, bemitleiden; intr., Mitleid zeigen -
4 συνοικτίζεσθαι
συνοικτίζωhave compassion on: pres inf mpσυνοικτίζωhave compassion on: pres inf mp -
5 συνώκτισε
-
6 συνῴκτισε
См. также в других словарях:
συνοικτίζω — A νιώθω και εγώ οίκτο για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἰκτίζω «αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, οικτίρω» (< οἶκτος)] … Dictionary of Greek
συνοικτίζεσθαι — συνοικτίζω have compassion on pres inf mp συνοικτίζω have compassion on pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνῴκτισε — συνοικτίζω have compassion on aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)