-
1 escorter
συνοδεύω -
2 doprovodit
συνοδεύω -
3 eskortovat
συνοδεύω -
4 eskortować
συνοδεύω -
5 konwojować
συνοδεύω -
6 towarzyszyć
συνοδεύω -
7 сопровождать
συνοδεύωακολουθώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сопровождать
-
8 сопутствовать
συνοδεύω, ακολουθώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сопутствовать
-
9 проводить
I проводить I см. провести II проводить II (кого-л. куда-либо) συνοδεύω, οδηγώ; \проводить на поезд (вокзал ) συνοδεύω ως το τρένο (στο σταθμό)* * *I см. провести II(кого-л. куда-либо) συνοδεύω, οδηγώпроводи́ть на по́езд (вокза́л) — συνοδεύω ως το τρένο (στο σταθμό)
-
10 провожать
провожатьнесов (сопровождать) συνοδεύω, ξεπροβοδώ, ξεπροβοδίζω/ κα-τευοδώνω (в путешествие и т. п.):\провожать на вокзал συνοδεύω στό σταθμό· \провожать кого-л. взглядом συνοδεύω κάποιον μέ τό βλέμμα. -
11 проводить
-воду, -водишьρ.δ.1. βλ. провести.2. μ. είμαι αγωγός (ηλεκτρ.) ρεύματος, ήχου κλπ.οδηγούμαι κλπ. ρ, ενεργ. φ.-вожу, водишь ρ.σ.μ.συνοδεύω, (ξε)προβοδίζω, ξεβγάζω, κατευοδώνω, προπέμπω, καλοστρατίζω•проводить до станции συνοδεύω ως το σταθμό•
проводить слезами ξεπροβοδίζω με δάκρυα•
проводить аплодисментами προπέμπω με χειροκροκροτήματα.
|| (απλ.) γιορτάζω (περάτωση έργου κ.τ.τ.).εκφρ.проводить глазами (взглядом, взором) – συνοδεύω με το βλέμμα (απομακρυνόμενο, αναχωρούντα). -
12 аккомпанировать
аккомпанировать συνοδεύω, ακομπανιάρω \аккомпанироватьует... συνοδεία...* * *συνοδεύω, ακομπανιάρωаккомпани́рует... — συνοδεία…
-
13 вести
вести 1) (сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω 2) (руководить) καθοδηγώ, διευθύνω \вести собрание προεδρεύω στη συνέλευση 3) (направлять) οδηγώ \вести машину οδηγώ το αυτοκίνητο* \вести мяч φέρω την μπάλα 4) (осуществлять) δι ευθύνω \вести борьбу κάνω αγώ να, αγωνίζομαι' \вести переговоры διαπραγματεύομαι \вести разговор συνομιλώ, κουβεντι άζω 5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ; куда ведёт эта дорога? πού βγαίνει (или οδηγεί) αυτός ο δρόμος; ◇ \вести себя φέρομαι, συμπεριφέρομαι* * *1) ( сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω2) ( руководить) καθοδηγώ, διευθύνωвести́ собра́ние — προεδρεύω στη συνέλευση
3) ( направлять) οδηγώвести́ маши́ну — οδηγώ το αυτοκίνητο
вести́ мяч — φέρω την μπάλα
4) ( осуществлять) διευθύνωвести́ борьбу́ — κάνω αγώνα, αγωνίζομαι
вести́ перегово́ры — διαπραγματεύομαι
вести́ разгово́р — συνομιλώ, κουβεντιάζω
5) (куда-л.) φέρω, οδηγώкуда́ ведёт э́та доро́га? — πού βγαίνει ( или οδηγεί) αυτός ο δρόμος
••вести́ себя́ — φέρομαι, συμπεριφέρομαι
-
14 довести
довести 1) (проводить) συνοδεύω· οδηγώ (сопровождать)' я вас доведу до... θα σας συνοδέψω ως (или μέχρι)...· 2) (до кокого-л. состояния) κάνω να...· \довести дело до* * *1) ( проводить) συνοδεύω; οδηγώ ( сопровождать)я вас доведу́ до... — θα σας συνοδέψω ως ( или μέχρι)
2) (до какого-л. состояния) κάνω να…довести́ де́ло до конца́ — αποτελειώνω, αποπερατώνω, ολοκληρώνω
довести́ до отча́яния — κάνω έξω φρενών
••довести́ до све́дения — ενημερώνω, πληροφορώ
-
15 сопровождать
-
16 водить
водитьнесов1. ὁδηγώ, ἄγω, φέρω:\водить слепого ὀδηγώ (или. συνοδεύω) τόν τυφλό· \водить детей гулять συνοδεύω τά παιδιά στον περίπατο, πηγαίνω τά παιδιά περίπατο·2. (управлять поездом, трамваем и т. п.) ὀδηγώ:\водить машину ὀδηγώ αὐτοκίνητο·3. (по поверхности) σύρω, σέρνω:\водить смычком σέρνω τό δοξάρι, τραβώ δοξαριά· ◊ \водить глазами περιφέρω τό βλέμμα μου· \водить за нос разг σέρνω (τραβώ) ἀπό τή μύτη· \водить дружбу ἔχω φιλία. -
17 конвоировать
конвоир||оватьнесов συνοδεύω μέ φρουρά, συνοδεύω νηοπομπή. -
18 отводить
отводитьнесов1. (кого-л. куда-л.) ὀδηγῶ, προπέμπω, ξεπροβοδίζω/ ἀπάγω, ἀποκομίζω (уводить)/ συνοδεύω (сопровождать):\отводить детей домой φέρνω (или συνοδεύω) τά παιδιά στό σπίτι·2. (в сторону) (μβτα)στρέφω, ἐκτρέπω / παροχετεύω (воду):\отводить русло реки́ στρέφω τόν ροῦν τοῦ ποταμοῦ· \отводить уда́р ἀποκρούω κτύπημα·3. (отклонять, отвергать) ἀπορρίπτω, ἐξαιρώ/ δέν δέχομαι (кандидата и т. п.)·4. (землю, помещение) ὁρίζω, προσδιορίζω· ◊ \отводить ду́шу λέγω τόν πόνο μου· \отводить глаза кому́-л. ξεγελώ κάποιον я не мог отвести́ глаз δέν μπορούσα νά ξεκολλήσω τό βλέμμα μου. -
19 сопровождать
сопровождатьнесов συνοδεύω, ἀκολουθώ (следовать)/ περιφρουρώ, συνοδεύω (эскортировать). -
20 accompany
1) (to go with (someone or something): He accompanied her to the door.) συνοδεύω2) (to play a musical instrument to go along with (a singer etc): He accompanied her on the piano.) συνοδεύω, ακομπανιάρω•- accompanist
См. также в других словарях:
συνοδεύω — travel in company pres subj act 1st sg συνοδεύω travel in company pres ind act 1st sg συνοδεύω travel in company pres subj act 1st sg συνοδεύω travel in company pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδεύω — συνοδεύω, συνόδεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνοδεύω — εψα και ευσα, εύτηκα, ευμένος 1. πηγαίνω με κάποιον κάπου: Με συνόδεψε ως το σπίτι μου. 2. ακολουθώ κάτι, γίνομαι μαζί μ αυτό: Την αμάθεια και τη φτώχεια τη συνοδεύει η ηθική εξαθλίωση. – Ο σεισμός συνοδεύεται από μια τρομακτική βουή. 3. ενώ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνοδεύω — ΝΜΑ [ὁδεύω] 1. βαδίζω μαζί με κάποιον, διανύω απόσταση μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι (α. «μαζί να συνοδέψου», Ερωτόκρ. β. «οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεσαν ἐνεοί», ΚΔ γ. «οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι», Πλούτ.) 2. (το παθ.)… … Dictionary of Greek
συνοδεύσουσι — συνοδεύω travel in company aor subj act 3rd pl (epic) συνοδεύω travel in company fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνοδεύω travel in company fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) συνοδεύω travel in company aor subj act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδεύσω — συνοδεύω travel in company aor subj act 1st sg συνοδεύω travel in company fut ind act 1st sg συνοδεύω travel in company aor subj act 1st sg συνοδεύω travel in company fut ind act 1st sg συνοδεύω travel in company aor ind mid 2nd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδεύῃ — συνοδεύω travel in company pres subj mp 2nd sg συνοδεύω travel in company pres ind mp 2nd sg συνοδεύω travel in company pres subj act 3rd sg συνοδεύω travel in company pres subj mp 2nd sg συνοδεύω travel in company pres ind mp 2nd sg συνοδεύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδευσάντων — συνοδεύω travel in company aor part act masc/neut gen pl συνοδεύω travel in company aor imperat act 3rd pl συνοδεύω travel in company aor part act masc/neut gen pl συνοδεύω travel in company aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδευόντων — συνοδεύω travel in company pres part act masc/neut gen pl συνοδεύω travel in company pres imperat act 3rd pl συνοδεύω travel in company pres part act masc/neut gen pl συνοδεύω travel in company pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδεῦον — συνοδεύω travel in company pres part act masc voc sg συνοδεύω travel in company pres part act neut nom/voc/acc sg συνοδεύω travel in company pres part act masc voc sg συνοδεύω travel in company pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδεύει — συνοδεύω travel in company pres ind mp 2nd sg συνοδεύω travel in company pres ind act 3rd sg συνοδεύω travel in company pres ind mp 2nd sg συνοδεύω travel in company pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)