-
1 συννεφιασμένος
[синнэфьязмэнос]εκ. облачный, пасмурный (о погоде).Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συννεφιασμένος
-
2 пасмурный
-
3 хмурый
-
4 облачный
о́блачн||ыйприл συννεφιασμένος, νεφελώδης:\облачныйое небо ὁ συννεφιασμένος οὐρανός· сегодня \облачныйο σήμερα εἶναι συννεφιά. -
5 облачный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноνεφελώδης, νεφελοσκεπής, νεφώδης, συννεφώδης, συννεφιασμένος•-ая погода συννεφιασμένος καιρός•
-ая ночь συννεφιασμένη νύχτα•
сегодня -о σήμερα είναι συννεφιά.
-
6 облачность
η νέφωση, η συννεφιά-ый νεφελώδης, συννεφιασμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > облачность
-
7 туманный
(окутанный туманом) ομιχλώδηςνεφελώδηςσυννεφιασμένοςκατα-χνιασμένοςανταριασμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > туманный
-
8 облачный
облачный νεφελώδης, συν νεφιασμένος· сегодня –ю έχει συννεφιά σήμερα* * *νεφελώδης, συννεφιασμένοςсего́дня о́блачный — о έχει συννεφιά σήμερα
-
9 серый
сер||ыйприл1. γκρίζος, σταχτής, στα-χτερός·2. перен (бесцветный, неинтересный) ὠχρας, μέτριος:\серыйая жизнь ἡ ὠχρή ζωἡ·3. (пасмурный \серый о погоде) συννεφιασμένος:\серый день ἡ μουντή ἡμέρα -
10 хмурый
хму́р||ыйприл1. (о человеке) συνοφρυωμένος, κα-τσουφιασμένος, σκυθρωπός·2. (о погоде) συννεφιασμένος. -
11 облачный
[όμπλατσνυΐ] εκ. συννεφιασμένος -
12 облачный
[όμπλατσνυΐ] εκ. συννεφιασμένος -
13 хмурый
[χμούρυΤ] εκ. κατσουφιασμένος, συννεφιασμένος -
14 кучевой
[κουτσιβόϊ]επ.συννεφιασμένος -
15 облачный
[όμπλατσνυϊ] επ συννεφιασμένος -
16 облачный
[όμπλατσνυϊ] επ συννεφιασμένος -
17 хмурый
[χμούρυΤ] επ κατσουφιασμένος, συννεφιασμένος -
18 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου. -
19 малооблачный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно; λίγο συννεφιασμένος, αραιοσυννεφιασμένος. -
20 небо
-а, πλθ. небеса, -бс, -ам ουδ. ουρανός•голубое небо γαλάζιος ουρανός•
поднять глаза к -у σηκώνω τα μάτια στον ουρανό•
облачное небо συννεφιασμένος ουρανός.
εκφρ.это как небо от земли – αυτό απέχει όσο ο ουρανός από τη γη•превозносить кого до -бс – αποθεώνω, ανεβάζω στα.ουράνια• ;,на седьмом -е быть ή чувствовать себя κολυμπώ (πλέω) σε πελάγη ευτυχίας•-у жарко (будет, станет – κ.τ.τ.) θα (τον, την κ.τ.τ.) πιάσει η ζάλη (για εργασία, δράση κ.τ.τ.)•как (будто, точно) с -а – σα να έπεσε από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος (απροσδόκητη εμφάνιση, συμβάν)•(отличаться) как небо от земли; небо и земля; земля и небо – διαφέρω ή απέχω όσο ο ουρανός από τη γη•между -ом и землёй – είμαι επι ξύλου κρεμάμενος ή στο έλεος του Θεού•попасть пальцем в небо – αστοχώ, λαθεύω, πατώ την αγκινάρα•упасть ή сойти с -а на землю – ανανήφω, προσγειώνομαι, αποκτώ το αίσθημα της πραγματικότητας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συννεφιασμένος — η, ο, Ν βλ. συννεφιάζω … Dictionary of Greek
συννεφιάζω — και συννεφιώ, άω και συγνεφιάζω Ν [συννεφιά] 1. καλύπτομαι από σύννεφα («συννέφιασεν ο Παρνασσός») 2. απρόσ. συννεφιάζει απλώνεται συννεφιά 3. μτφ. λυπάμαι, στενοχωριέμαι («κι από μεγάλους λογισμούς πάντα συννεφιασμένος», Ερωτόκρ.) 4. (μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
αγριοσυννεφιασμένος — η, ο 1. (για τον ουρανό) ο πολύ συννεφιασμένος 2. (για πρόσωπα) σκυθρωπός, κατσούφης … Dictionary of Greek
αεινεφής — ές ο πάντα νεφελώδης, συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεί + νέφος] … Dictionary of Greek
αξαστέρωτος — η, ο αυτός που δεν ξαστέρωσε, συννεφιασμένος, μουντός, σκοτεινός … Dictionary of Greek
επινέφελος — ο (Α ἐπινέφελος, ον) νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων, τού οποίου αντιπροσωπευτικό είδος είναι ο επινέφελος ο γίγας, κν. ροφός αρχ. 1. συννεφιασμένος, νεφελώδης 2. θολός («ἐπινέφελον oὖρov», Ιπποκρ.) 3. (για άνεμο) αυτός που συγκεντρώνει τα… … Dictionary of Greek
θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… … Dictionary of Greek
θολώνω — (ΑΜ θολῶ, Μ και θολώνω) [θολός] 1. (για το νερό και άλλα υγρά) (μτβ.) κάνω κάτι θολό, τό κάνω να χάσει τη διαύγεια ή τη διαφάνεια του 2. μτφ. (μτβ.) συνταράσσω, ταράζω, θορυβώ, συγχύζω κάποιον ή κάτι («θολοῑ δὲ καρδίαν», Ευρ.) νεοελλ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
κατάνεφος — κατάνεφος, ον (Μ) σκεπασμένος με σύννεφα, ο συννεφιασμένος … Dictionary of Greek
κνεφώδης — κνεφώδης, ῶδες (Α) [κνέφας] συννεφιασμένος, σκοτεινός … Dictionary of Greek
νεφελοσκέπαστος — η, ο νεφελοσκεπής, νεφοσκεπής, συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + σκεπάζω] … Dictionary of Greek