Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συνιστώ

  • 1 συνιστώ

    συνίστημι
    BJ Prooem.
    pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres imperat mp 2nd sg
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    συνῑστῶ, συνιστάω
    BJ Prooem.
    imperf ind mp 2nd sg
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres imperat mp 2nd sg
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > συνιστώ

  • 2 συνιστῶ

    συνίστημι
    BJ Prooem.
    pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres imperat mp 2nd sg
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    συνῑστῶ, συνιστάω
    BJ Prooem.
    imperf ind mp 2nd sg
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres imperat mp 2nd sg
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
    συνιστάω
    BJ Prooem.
    imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > συνιστῶ

  • 3 συνιστώ

    (α) (αόρ. συνέστησα, παθ. αόρ. συνεστάθην, συνεστήθην и συνέστην) μετ.
    1) создавать, образовывать, составлять;

    συνιστώ επιτροπή — создавать комиссию;

    2) представлять, рекомендовать (кого-л.);
    3) рекомендовать, советовать (что-л.); обращать внимание, указывать (на что-л.);

    σού συνιστώ — я тебе советую;

    συνιστώμαι

    1) — представляться, рекомендоваться (кому-л.);

    2) состоять (из чего-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συνιστώ

  • 4 συνιστώ

    [синисто] р. рекомендовать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνιστώ

  • 5 συνιστώ

    [синисто] ρ рекомендовать.

    Эллино-русский словарь > συνιστώ

  • 6 συνιστώ

    oluşturmak, biçimlendirmek

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > συνιστώ

  • 7 συνιστώ

    1) advise
    2) recommend

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συνιστώ

  • 8 рекомендовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. συσταίνω, συνιστώ•

    рекомендовать служащего δίνω συστάσεις για τον υπάλληλο,.

    2. συμβουλεύω, παραινώ, συσταίνω
    - συνιστώ•

    -дую вам быть осторожнее σας συνιστώ να είστε προσεχτικότεροι? доктор -ал это лекарство ο γιατρός τό δο-σε αυτό το φάρμακο.

    3. γνωρίζω κάποιον με άλλον•

    он -ал его своим другом τον σύστησε για παλαιό του φίλο.

    1. συσταίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αυτοσυσταίνομαι•

    позвольте мне рекомендовать επιτρέψτε μου να αυτοσυσταθώ.

    Большой русско-греческий словарь > рекомендовать

  • 9 рекомендовать

    рекомендовать συσταίνω, συνιστώ
    * * *
    συσταίνω, συνιστώ

    Русско-греческий словарь > рекомендовать

  • 10 recommend

    [rekə'mend]
    1) (to advise: The doctor recommended a long holiday.) συμβουλεύω, συνιστώ, υποδεικνύω
    2) (to suggest as being particularly good, particularly suitable etc: He recommended her (to me) for the job.) συνιστώ, προτείνω

    English-Greek dictionary > recommend

  • 11 рекомендовать

    1. (давать отзыв, представлять кого-, что-л.) συστήνω 2. (советовать) συνιστώ, συμβουλεύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рекомендовать

  • 12 аттестовать

    аттестовать
    сов и несов
    1. ἐπιβεβαιώ, πιστοποιώ;
    2. (рекомендовать) συνιστώ, συστήνω.

    Русско-новогреческий словарь > аттестовать

  • 13 знак

    знак
    м
    1. τό σημείο[ν], τό σημάδι:
    \знак равенства мат τό σημείον ἰσον \знаки препинания τά σημεία στίξεως, τά σημεία τής στίξης· восклицательный \знак τό θαυ-μαστικό[ν]· вопросительный \знак τό ἐρωτη-ματικό[ν]· дорожный \знак τό σήμα τής τροχαίας· водяной \знак τό ὑδάτινο σημείο (στό χάρτη)·
    2. (признак):
    \знаки внимания ἡ ἐνδειξη προσοχής· молчание · \знак согласия ἡ σιωπή σημαίνει κατάφαση· в \знак дружбы είς ἔνδειξιν φιλίας·
    3. (сигнал) τό σημεῖο[ν], τό σύνθημα, τό σινιάλο:
    условный \знак τό συμβατικό σημείο· \знак бедствия τό σημεῖον κινδύνου· подавать \знаки рукой δίνω σημείο (или κάνω σινιάλο) μέ τό χέρι·
    4. (предзнаменование) ὁ οίωνός, τό σημάδι:
    это дурной \знак αὐτό εἶναι κακός οίωνός, αὐτό εἶναι κακό σημάδι· ◊ фабричный \знак ἡ μάρκα (или τό σήμα) τοῦ ἐργοστασίου· Знак почета (орден) τό παράσημον τιμής· \знаки отличия воен. τά διακριτικά· денежный \знак τό τραπεζογραμμάτιον, τό χαρτονόμισμα знакомить несов
    1. (кого-л. с кем-л.) γνωρίζω (μετ.) / συνιστώ, συστήνω (представлять кого-л.)·
    2. (с чем-л.) γνωρίζω / κατατοπίζω, ἐνημερώνω, καθιστώ ἐνήμερο[ν] (с обстановкой, положением и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > знак

  • 14 отрекомендовать

    отрекомендовать
    сов (представить) συνιστώ, συστήνω.

    Русско-новогреческий словарь > отрекомендовать

  • 15 представлять

    представлять
    несов
    1. (предъявлять) παρουσιάζω, ἐμφανίζω, δείχνω:
    \представлять документы δείχνω τά χαρτιά, δείχνω τά ἔγγραφά \представлять доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις·
    2. (знакомить) συστήνω, συσταίνω, συνιστώ, παρουσιάζω·
    3. (к награде, к ордену) προτείνω, ὑποβάλλω ὑποψηφιότητα κάποιου·
    4. (воображать) φαντάζομαι, διανοούμαι, ἀναπαριστώ νοερά:
    вы не можете себе представить... δέν μπορείτε νά φαντασθείτε...· представь себе φαντάσου·
    5. (изображать) παριστάνω, παρουσιάζω:
    \представлять кого́-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον
    6. театр. παριστάνω, παίζω·
    7. (причинять, доставлять) παρουσιάζω, προκαλώ:
    это не представляет тру́дно-сти αὐτό γίνεται εὔκολα, αὐτό δέν εἶναι δύσκολο·
    8. (быть, являться чем-л.):
    \представлять большую ценность ἔχω μεγάλη ἀξία· что он представляет собою? τί είδους ἄνθρωπος εἶναι;· он ничего́ собою не представляет αὐτός δέν εἶναι τίποτε·
    9. (быть представителем) εἶμαι ἀντιπρόσωπος, ἀντιπροσωπεύω, ἐκπροσωπώ:
    \представлять чьи-л. интересы ἀντιπροσωπεύω τά συμφέροντα κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > представлять

  • 16 рекомендательныйция

    рекомендательный||ция
    ж ἡ σύσταση[-ις]:
    давать \рекомендательныйцияцию кому-л. συστήνω (или συνιστώ) κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > рекомендательныйция

  • 17 рекомендовать

    рекомендовать
    сов и несов в разн. знач. συστήνω, συσταίνω, συνιστώ.

    Русско-новогреческий словарь > рекомендовать

  • 18 учредить

    учредить
    сов, учреждать несов ἱδρύω, συνιστώ.

    Русско-новогреческий словарь > учредить

  • 19 preach

    [pri: ]
    1) (to give a talk (called a sermon), usually during a religious service, about religious or moral matters: The vicar preached (a sermon) on/about pride.) κηρύσσω
    2) (to speak to someone as though giving a sermon: Don't preach at me!) κάνω κήρυγμα
    3) (to advise: He preaches caution.) συνιστώ

    English-Greek dictionary > preach

  • 20 urge

    [ə:‹] 1. verb
    1) (to try to persuade or request earnestly (someone to do something): He urged her to drive carefully; `Come with me,' he urged.) πιέζω, παροτρύνω, παρακινώ
    2) (to try to convince a person of (eg the importance of, or necessity for, some action): He urged (on them) the necessity for speed.) συνιστώ επίμονα
    2. noun
    (a strong impulse or desire: I felt an urge to hit him.) παρόρμηση, έντονη επιθυμία

    English-Greek dictionary > urge

См. также в других словарях:

  • συνιστώ — και συσταίνω και συστήνω σύστησα, συστήθηκα, συστημένος 1. συγκροτώ: Συνιστώ σωματείο. 2. παρουσιάζω κάποιον σε άλλον, τον γνωρίζω σε κάποιον: Με σύστησε στη γυναίκα του. 3. συμβουλεύω: Σου συνιστώ να αποφύγεις αυτή την ενέργεια. – Δε σου συνιστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • συνιστώ — συνιστώ, συνέστησα βλ. πίν. 158 Σημειώσεις: συνιστώ, συνίσταμαι – συνιστώ, συνιστώμαι : το πρώτο ρ. σημαίνει → συγκροτώ, σχηματίζω ή αποτελώ. Στην παθητική φωνή (συνίσταμαι) σημαίνει → αποτελούμαι ή έχω ορισμένες ιδιότητες, ορισμένο περιεχόμενο.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνιστῶ — συνίστημι BJ Prooem. pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνιστάω BJ Prooem. pres imperat mp 2nd sg συνιστάω BJ Prooem. pres subj act 1st sg (attic epic ionic) συνιστάω BJ Prooem. pres ind act 1st sg (attic epic ionic) συνιστάω BJ Prooem.… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • προσπαρεγγυώ — άω, Α συνιστώ σε κάποιον κάτι ή τόν παρακινώ να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παρεγγυῶ «συνιστώ, παραγγέλλω, παραινώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνίσταμαι — συνίσταμαι, συστάθηκα βλ. πίν. 133 Σημειώσεις: συνιστώ, συνίσταμαι – συνιστώ, συνιστώμαι : το πρώτο ρ. σημαίνει → συγκροτώ, σχηματίζω ή αποτελώ. Στην παθητική φωνή (συνίσταμαι) σημαίνει → αποτελούμαι ή έχω ορισμένες ιδιότητες, ορισμένο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνιστώμαι — βλ. πίν. 61 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: συνιστώ, συνίσταμαι – συνιστώ, συνιστώμαι : το πρώτο ρ. σημαίνει → συγκροτώ, σχηματίζω ή αποτελώ. Στην παθητική φωνή (συνίσταμαι) σημαίνει → αποτελούμαι ή έχω ορισμένες ιδιότητες, ορισμένο περιεχόμενο.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»