-
1 синтетический
συνθετικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > синтетический
-
2 составной
συνθετικός, συστατικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > составной
-
3 синтетический
-
4 кристалл
ο κρύσταλλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кристалл
-
5 мездра
кож. η εσωτερική πλευρά του δέρματοςο υποδόριος συνθετικός ιστόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мездра
-
6 агглютинативный
агглютинативныйприл лингв. συνθετικός:\агглютинативныйати́вные языки οἱ συνθετικές γλώσσες. -
7 синтетический
синтетическийприл συνθετικός. -
8 составнои
составн||оиприл1. (составляющий) συνθετικός, συστατικός:\составноиая часть τό οὐστατικό·2. (составленный) σύνθετος. -
9 синтетический
[σιντιτίτσισκιϊ] επ. συνθετικός -
10 составной
[σασταβνόΐ] επ. συνθετικός, συστατικός -
11 синтетический
[σιντιτίτσισκιϊ] επ συνθετικός -
12 составной
[σασταβνόϊ] επ συνθετικός, συστατικός -
13 наборный
επ. (τυπγρ.).1. στοιχειοθετικός•-ая касса στοιχειοθήκη. наборный цех στοιχειοθετείο•наборныйая линейка συνθετήριο•
-ое дело στοιχειοθετική τέχνη.
|| ουσ. -ая θ. στοιχειοθετειο• συνθετήριο.2. με στολίδια, στολισμένος, διακοσμημένος.3. συνθετικός, συναρμολογητικός.εκφρ.- ые сапоги – μπότες πτυχωτές στο λαιμό. -
14 синтетический
επ.1. συνθετικός•синтетический метод исследования συνθετική μέθοδος έρευνας.
2. (χημ.) ενωτικός•синтетический каучук συνθετικό καουτσούκ.
3. ενωμένος, συγκροτημένος. || τυποποιημένος, γενικός, γενικευμένος.4. (γλωσ.) κλιτός•-ие языки οι κλιτές γλώσσες.
-
15 составительский
επ.συνθετικός, του συνθέτη, του συντάκτη. -
16 составной
επ., σύνθετος, συνθετικός, συστατικός, ενωμένος, συνδεμένος• συναπτός•-ая часть το συστατικό.
εκφρ.- ое сказуемое – (γραμμ.) σύνθετο ή περιφραστικό κατηγόρημα. -
17 сочинительский
επ.δημιουργικός• συγγραφικός• συνθετικός. || επινοητικός.
См. также в других словарях:
συνθετικός — skilled in putting together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικός — ή, ό / συνθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθετος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνθεση ή ο ικανός και έμπειρος στη σύνθεση (α. «συνθετική μέθοδος» μια από τις κυριότερες μεθόδους διδασκαλίας β. «συνθετικός νους» γ. «φαντασία συνθετική», Στωικ.) 2 … Dictionary of Greek
συνθετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός με τον οποίο γίνεται σύνθεση: Αναλύουμε τη λέξη στα συνθετικά της μέρη. 2. αυτός που προέκυψε από σύνθεση: Συντηρήθηκαν με συνθετικές τροφές. 3. αυτός που συντίθεται από άλλα υλικά, ο τεχνητός: Συνθετικό μετάξι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνθετικά — συνθετικός skilled in putting together neut nom/voc/acc pl συνθετικά̱ , συνθετικός skilled in putting together fem nom/voc/acc dual συνθετικά̱ , συνθετικός skilled in putting together fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικώτερον — συνθετικός skilled in putting together adverbial comp συνθετικός skilled in putting together masc acc comp sg συνθετικός skilled in putting together neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικῶν — συνθετικός skilled in putting together fem gen pl συνθετικός skilled in putting together masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικόν — συνθετικός skilled in putting together masc acc sg συνθετικός skilled in putting together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικαί — συνθετικός skilled in putting together fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικωτέρους — συνθετικός skilled in putting together masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικῆς — συνθετικός skilled in putting together fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθετικῇ — συνθετικός skilled in putting together fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)