-
1 συνεπανισταμαι
(aor. 2 συνεπανέσθην) вместе восставать, участвовать в восстании Thuc.οἱ συνεπαναστάντες Her. — участники восстания;
σ. τινι и ἅμα τινί Her. — восставать совместно с кем-л. -
2 συνεπανίσταμαι
A join in a revolt or rebellion, Hdt.3.84, Th.1.132, OGI218.118 (Ilium, iii B.C.); τινι with one, Hdt.3.61;ἅμα τινί Id.1.59
; αὐτοῖς μεθ' ὑμῶν against them with you, D.H.6.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπανίσταμαι
См. также в других словарях:
συνεπανίστημι — Α 1. κάνω κάποιον να εξεγερθεί εναντίον άλλου 2.(συν. το παθ.) συνεπανίσταμαι εξεγείρομαι, επαναστατώ από κοινού με άλλον («συνεπαναστάντες δὲ οὗτοι ἅμα Πεισιστράτῳ ἔσχον τὴν ἀκρόπολιν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπανίστημι «εξεγείρω,… … Dictionary of Greek