-
1 συνεκπλησσω
атт. συνεκπλήττω вместе поражать, приводить в изумление(τὸν ἄπειρον ἀκροατήν Plut.)
См. также в других словарях:
συνεκπλήσσω — και αττ. τ. συνεκπλήττω Α [ἐκπλήσσω] εκπλήσσω, καταπλήσσω συγχρόνως («πηδήματα τῶν παρόντων συνεκπλήσσει τὸν ἄπειρον ἀκροατήν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
συνεκπλήττει — συνεκπλήσσω combine to carry away pres ind mp 2nd sg (attic) συνεκπλήσσω combine to carry away pres ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)