-
1 συνδυασμός
[сикдиазмос] ουσ. а. сочетание, комбинация, сопоставление, ассоциация,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνδυασμός
-
2 сочетание
-я ουδ.συνδυασμός•сочетание красок συνδυασμός χρωμάτων•
сочетание теории с практикой ο συνδυασμός της θεωρίας με την πράξη•
сочетание слов συνδυασμός λέξεων•
различные -я διάφοροι συνδυασμοί.
-
3 комбинация
-и θ.1. συνδυασμός, συνταιριασμα•комбинация красок συνδυασμός χρωμάτων•
комбинация звуков συνδυασμός ήχων.
2. κομπίνα.3. κομπινεζόν, εσώρουχο γυναικείο.εκφρ.комбинация из трёх пальцев – βλ. кукиш. -
4 комбинация
комбинация ж 1) (сочетание) о συνδυασμός (тж. спорт.) 2) (белье) η, το κομπι νεζόν* * *ж1) ( сочетание) ο συνδυασμός (тж. спорт.)2) ( бельё) η, το κομπινεζόν -
5 подбор
-а α.1. εκλογή, επιλογή, διάλεγμα• διαλογή•подбор сотрудников επιλογή συνεργατών•
подбор кадров επιλογή στελεχών.
2. συλλογή•интерсньй подбор книг ενδιαφέρουσα συλλογή βιβλίων•
естественный подбор φυσική επιλογή.
|| σώμα (σύνολο προσώπων ανηκόντων σε τάξη, οργάνωση, επάγγελμα). || συνδυασμός•прелс-тный подбор цветов θαυμάσιος συνδυασμός χρωμάτων.
3. παλ. ντακούνι από τεμάχια δέρματος.εκφρ.в подбор – σε μια σειρά (χωρίς παράγραφο)• (как) на подбор όλοι το ίδιο, πανόμοιοι, ίδιων χαρακτηριστικών (σα να τους διάλεξες). -
6 совместность
-и θ.συνδυασμός• η από κοινού πραγματοποίηση•совместность действий οι από κοινού ενέργειες, συνδυασμός ενεργειών.
-
7 соединение
-я ουδ.1. ένωση, σύνδεση•соединение проводов σύνδεση των καλωδίων.
2. συνδυασμός•соединение теории с практикой συνδυασμός της θεωρίας με την πράξη.
3. το σημείο της σύνδεσης (ένωσης).4. (στρατ.) σχηματισμός•танковое соединение σχηματισμός αρμάτων μάχης.
-
8 увязка
-и θ.1. δέσιμο, συσκευασία• δεμάτιασμα• — вещей το δέσιμο των πραγμάτων•снопов δέσιμο των δεματιών, δεμάτιασμα.
2. συνδυασμός•увязка теории с практикой συνδυασμός θεωρίας και πράξης.
-
9 звукосочетание
лингв. о ηχητικός συνδυασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звукосочетание
-
10 комбинация
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комбинация
-
11 пермутация
η αντιμετάθεση, ο συνδυασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пермутация
-
12 скипоклеть
ο συνδυασμός κλωβού (του θαλαμίσκου) και κάδου (του ορυχείου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скипоклеть
-
13 словосочетание
лингв. о συνδυασμός των λέξεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > словосочетание
-
14 совмещение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > совмещение
-
15 сочетание
ο συνδυασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сочетание
-
16 термоглубомер
ο συνδυασμός θερμο-μέτρου-βαθυ μέτρου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термоглубомер
-
17 комбинация
комбинацияж1. (сочетание) ὁ συνδυασμός, ἡ συναρμογή πραγμάτων2. (белье) τό κομπιναιζόν3. (маневр) ἡ μανοῦβρα. -
18 словопроизводство
слово||производствос лингв. ἡ ἐτυμολογία \словопроизводствосочетание с ὁ συνδυασμός των λέξεων, -творчество с δημιουργία τῶν λέξεων. -
19 совместнмость
совместнм||остьж ὁ συνδυασμός, τό ταίριαγμα, τό συμβιβάσιμο[ν]. -
20 совмещение
совмещ||ениес ὁ συνδυασμός, ὁ συμβιβασμός.
См. также в других словарях:
συνδυασμός — a being taken two together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμός — ο, ΝΜΑ [συνδυάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνδυάζω, η τοποθέτηση ορισμένων πραγμάτων κατά ζεύγη νεοελλ. 1. διάταξη ή τοποθέτηση πραγμάτων ώστε να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο, συνταίριασμα («συνδυασμός χρωμάτων») 2. συσχέτιση ή… … Dictionary of Greek
συνδυασμός — ο 1. συνταίριασμα: Δεν είναι καλός ο συνδυασμός των χρωμάτων. 2. τοποθέτηση ανά δύο: Ο συνδυασμός θάλασσας και βουνού θα ωφελήσει πολύ την υγεία του. 3. εναρμόνιση μέσων προς εξασφάλιση της επιτυχίας: Κατάφερε με διάφορους συνδυασμούς να κερδίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωταργόλη — Συνδυασμός πρωτεΐνης και αργύρου που χρησιμοποιείται ως φάρμακο. Είναι σκόνη πολύ λεπτή, κίτρινη και διαλύεται εύκολα στο νερό· περιέχει περίπου 8% άργυρο. Eίναι δραστικότατο αντισηπτικό, δεν ερεθίζει και χρησιμοποιείται στην οφθαλμιατρική,… … Dictionary of Greek
συνδυασμοῖς — συνδυασμός a being taken two together masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμοί — συνδυασμός a being taken two together masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμοῦ — συνδυασμός a being taken two together masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμούς — συνδυασμός a being taken two together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμῶν — συνδυασμός a being taken two together masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμῷ — συνδυασμός a being taken two together masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμόν — συνδυασμός a being taken two together masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)