Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συνδυάζομαι

См. также в других словарях:

  • συνδυάζομαι — συνδυάζομαι, συνδυάστηκα, συνδυασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αντεμπλέκομαι — ἀντεμπλέκομαι (AM) 1. περιπλέκομαι, συνδυάζομαι με κάποιον άλλο 2. αγκαλιάζομαι ή ανταποδίδω σε κάποιον τους εναγκαλισμούς και τους χαιρετισμούς 3. (για επίδεσμο) τοποθετούμαι σταυρωτά μαζί με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • γλυκαγκαλιάζομαι — 1. αγκαλιάζομαι τρυφερά με κάποιον 2. συνδυάζομαι αρμονικά …   Dictionary of Greek

  • καλοταιριάζω — 1. (μτβ.) ταιριάζω καλά, συναρμόζω, προσαρμόζω 2. (αμτβ.) προσαρμόζομαι καλά, συνδυάζομαι, εναρμονίζομαι, εφαρμόζω 3. διατελώ σε συμφωνία, σε σύμπνοια με κάποιον 4. απρόσ. καλοταιριάζει αρμόζει εντελώς, ταιριάζει καλά, συμφωνεί πλήρως …   Dictionary of Greek

  • συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …   Dictionary of Greek

  • συμφύω — ΝΑ, και συμφύνω Α [φύω / ομαι] μέσ. συμφύομαι α) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτι β) φύομαι ενωμένος με κάτι νεοελλ. (το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένος β) προσφύομαι αρχ. 1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

  • συνδυάζω — ΝΜΑ ενώνω ανά δύο, βάζω δύο πράγματα κατά ζεύγη (α. «συνδυάζει το τερπνόν μετά τού ωφελίμου», παροιμ. φρ. β. «οἳ συνδυάζουσι πρὸς τὴν ἱππικὴν δύναμιν καὶ τὴν ὁπλιτικήν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. διευθετώ κατάλληλα ή κάνω κάτι αρμονικό με κάτι άλλο,… …   Dictionary of Greek

  • συνεισθέω — Α 1. τρέχω μέσα μαζί με κάποιον 2. συνδυάζομαι με κάτι, συνοδεύω κάτι («τῆς ἀγαθουργίας οἱ τρόποι τῇ τῆς φαυλότητος ἀνατροπῇ συνεισθέοντες», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσθέω «τρέχω μέσα σε κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • συστοιχειούμαι — όομαι, Α (για στοιχεία) συνδυάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στοιχειῶ «εφοδιάζω, συγκροτώ» (< στοιχεῖον)] …   Dictionary of Greek

  • ταιριάζω — ταίριασα και ταίριαξα, ταιριασμένος 1. συνδέω δύο όμοια σε ζευγάρι, τα κάνω ταίρια: Ταιριάζω τα γάντια. 2. συνδυάζω, φέρνω σε αρμονία: Ταιριάζω τα χρώματα. 3. αμτβ., συνδυάζομαι, είμαι κατάλληλος: Δεν ταιριάζει η γραβάτα με το μαντίλι. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»