-
1 συναρμοζω
атт. συναρμόττω (дор. fut. συναρμόξω; pass.: aor. συνηρμόσθην, pf. συνηρμόσμην)1) прилаживать, пригонять друг к другуκεραία δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν καὴ ξυνήρμοσαν πάλιν Thuc. — распилив пополам и выдолбив брус, они вновь приладили друг к другу (обе его половины);
λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι Her. — плотно пригнанные друг к другу камни;μέρη ξυναρμοσθέντο αὐτὰ αὑτοῖς Plat. — соразмерные друг с другом части;τὰ συνηρμοσμένα Dem. — стройное целое2) сочетать, соединять, связывать(εἰς ταὐτόν Plat.)
γυνέ συναρμοσθεῖσα Arst. — замужняя женщина;ἰδέας ἀλλήλων ἀφεστώσας συναρμόσαι Isocr. — связать воедино далекие друг от друга формы3) сколачивать, сбивать, строить(σκάφος Eur.)
σ. τι ἀπό τινος Plat. — составлять что-л. из чего-л.4) закрывать, смыкать(βλέφαρα χερί Eur.)
5) прикладывать(τι πρός τι Arst.; χείλεα στομάτεσσιν Anth.)
6) настраивать7) примирять друг с другом(τοὺς πολίτας Plat.)
ξ. πόλιν Plat. — умиротворять (приводить в порядок) государство8) приспособлять, подготовлять, приучать(βροτούς Aesch.)
πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος Xen. — приспособившийся к текущим обстоятельствам9) столковываться, соглашаться(ἀλλήλοις Plat.)
10) тж. med.-pass. быть слаженным, хорошо подходить(γυνέ συναρμόζουσα Xen. - ср. 2)
τὰ συναρμόττοντα στοιχεῖα Plat. — хорошо подобранные составные части;ξ. εἰς ἅπαντα Plat. и συναρμόσασθαι ἅπαντι καιρῷ Diog.L. — подходить ко всему, годиться для всякого случая11) соединятьсяσ. τινὴ εἰς φιλίαν Xen. — сдружиться с кем-л.
-
2 συναρμόζω
μετ. скреплять, соединять; прилаживать, подгонять, пригонять друг к другу, приспосабливать -
3 συναρμόζω
[синармозо] ρ прилаживать, приспосабливать. -
4 ξυναρμοττω
атт. = συναρμόζω См. συναρμοζω -
5 συναρμοττω
атт. = συναρμόζω См. συναρμοζω -
6 συνταιριάζω
См. также в других словарях:
συναρμόζω — pres subj act 1st sg συναρμόζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek
ξυναρμόσει — συναρμόζω aor subj act 3rd sg (epic) συναρμόζω fut ind mid 2nd sg συναρμόζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμόττω — συναρμόζω pres subj act 1st sg (attic) συναρμόζω pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) συναρμόσσω , συναρμόζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηρμοσμένα — συναρμόζω perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) συνηρμοσμένᾱ , συναρμόζω perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) συνηρμοσμένᾱ , συναρμόζω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναρμοσθέντα — συναρμόζω aor part pass neut nom/voc/acc pl συναρμόζω aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναρμόζει — συναρμόζω pres ind mp 2nd sg συναρμόζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναρμόζω — συναρμόζω pres subj act 1st sg συναρμόζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναρμόσαι — συναρμόζω aor inf act ξυναρμόσαῑ , συναρμόζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναρμόττει — συναρμόζω pres ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) συναρμόζω pres ind act 3rd sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναρμόττουσιν — συναρμόζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συναρμόζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)