-
1 конкурировать
-
2 соперничать
-
3 состязаться
состязаться αγωνίζομαι; συναγωνίζομαι (в остроумии, мастерстве)* * *αγωνίζομαι; συναγωνίζομαι (в остроумии, мастерстве) -
4 конкурцеитировать
конкурцеит||и́роватьнесов ἀνταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι. -
5 соперничать
соперни||чатьнесов (в чем-л.) ἀμιλ-λῶμαι, ἀνταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι. -
6 состязаться
состязатьсянесов ἀγωνίζομαι, παραβγαίνω/ συναγωνίζομαι (в остроумии, мастерстве и т. п.). -
7 конкурировать
-рую, -руешь ρ.δ.1. ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι• αμιλλώμαι.2. παλ. διαγωνίζομαι, μετέχω σε διαγωνισμό. -
8 оспаривать
ρ.δ.μ.βλ. оспорить. || συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι. || αμφισβητούμαι. || διεκδικούμαι. -
9 соперничать
ρ.δ. αμ ι λλώμα ι, αν τ άγων ί ζ ο μα ι, συναγωνίζομαι, αντιπαλεύω. -
10 соревновать
-ную, -нуешьρ.δ. παλ.επιδίδομαι με ζήλο.1. αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι.2. (αθλτ.) αγωνίζομαι. -
11 спорить
-рю -ришьρ.δ.1. συζητώ• αντιλέγω, λογομαχώ• φιλονικώ, ερίζω. || στοιχηματίζω. || αμφισβητώ, διαφωνώ, αντ ιγνωμώ. || διεκδικώ (δικαστικώς).2. μτφ. αγωνίζομαι, παλεύω•спорить с судьбой αγωνίζομαι με την τύχη (κατά της τύχης).
|| συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι.βλ. ενεργ. φ. (1 σημ.). -
12 тягать
ρ.δ.μ.1. βλ. тянуть (3 σημ.).2. βλ. таскать (1 σημ.).1. συζητώ, συναγωνίζομαι, τα βγάζω πέρα.2. παλ. τραβιέμαι στα δικαστήρια.3. τραβιέμαι, έλκομαι. || σύρομαι.
См. также в других словарях:
συναγωνίζομαι — contend along with pres ind mp 1st sg συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνίζομαι — συναγωνίζομαι, συναγωνίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συναγωνίζομαι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α 1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον ως σύμμαχος ή βοηθός («τοῑς θεοῑς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς γίγαντας πόλεμον», Διόδ.) 2. αμιλλώμαι με κάποιον για την επιδίωξη κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν … Dictionary of Greek
συναγωνίζομαι — συναγωνίστηκα 1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον προσπαθώντας να τον ξεπεράσω: Έχει να συναγωνιστεί με πολλούς υποψήφιους στις εισαγωγικές εξετάσεις. 2. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου: Μας συναγωνίζονται πολλές βιομηχανίες. 3. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναγωνίζεσθε — συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd pl συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 2nd pl συνᾱγωνίζεσθε , συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 2nd pl (doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιζόμεθα — συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 1st pl συνᾱγωνιζόμεθα , συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 1st pl (doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 1st pl συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 1st pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνίζου — συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συνᾱγωνίζου , συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνίσασθε — συναγωνίζομαι contend along with aor imperat mp 2nd pl συναγωνίζομαι contend along with aor imperat mp 2nd pl συνᾱγωνίσασθε , συναγωνίζομαι contend along with aor ind mp 2nd pl (doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with aor ind mp 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιζομένων — συναγωνίζομαι contend along with pres part mp fem gen pl συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc/neut gen pl συναγωνίζομαι contend along with pres part mp fem gen pl συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιζόμενον — συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc acc sg συναγωνίζομαι contend along with pres part mp neut nom/voc/acc sg συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc acc sg συναγωνίζομαι contend along with pres part mp neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιουμένων — συναγωνίζομαι contend along with fut part mp fem gen pl (attic epic doric) συναγωνίζομαι contend along with fut part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) συναγωνίζομαι contend along with fut part mp fem gen pl (attic epic doric) συναγωνίζομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)