-
1 συνήρτηται
συναρτάωknit: perf ind mp 3rd sg (attic ionic) -
2 μίσχος
μίσχος, ὁ, auch μίσκος, 1) Blatt- u. Fruchtstiel, pediculus, Hesych. u. Theophr., ᾧ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ φύλλον καὶ ὁ καρπός. – Dah. Hesych. ὁ παρὰ φύλλῳ κόκκος. – 2) ein Werkzeug zum Graben in Thessalien; Theophr.; Artemid. 2, 24, zw.
-
3 συναιρέω
A grasp or seize together,Χλαῖναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα Od.20.95
; seize at once,πάντα ξυνῄρει ἡ νόσος Th.2.51
; of the mind, λογισμῷ τὸ πρᾶγμα ς. Plu.Lys.22:—[voice] Med., συνελόμενος σκαφεῖον seizing a mattock, PPetr.2p.59 (cf. 3 p.xiii, iii B.C.):—[voice] Pass., to be brought together, Arist.SE 181b33; so εἰς ἓν λογισμῷ συναιρούμενον to a unity brought together by reasoning, Pl.Phdr. 249c; τὸ φιλεῖν καὶ τὸ μισεῖν.. συνῄρηται are taken into account, Arist.Rh. 1354b9 (nisi leg. συνήρτηται): hence δεῖ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι.. from all this we should collect, infer that.., Procl. in Prm.p.492 S.2 bring into small compass, shorten,τὸν Χρόνον D.S.17.116
:—[voice] Pass., συναιρεῖσθαι εἰς ἥμισυ to be halved, Ascl.Tact.2.1; to be contracted, τὰ τῶν Ἀθηναίων ταχὺ ξυναιρεθήσεσθαι (v.l. ξυναναιρ-) Th.8.24;ὁ περίβολος τῆς πόλεως.. νῦν.. καὶ μᾶλλον ἔτι συνῄρηται Plb.10.11.4
.b esp. of speaking, ξυνελὼν λέγω concisely, briefly, in a word, Th.2.41, cf. 1.70;ὡς συνελόντι εἰπεῖν X.An.3.1.38
, Mem.3.8.10, etc.;συνελόντι φάναι Gal.16.502
; so συνελόντι alone, Is.4.22;συνελόντι ἁπλῶς D.4.7
;συνελόντες τὰ ἐν μέσῳ Luc.Phal.1.6
;συνελεῖν [λόγον] εἰς βραχὺ κεφάλαιον Gal.15.754
.c Gramm., contract,τὸ ε ¯ καὶ τὸ ᾱ A.D. Pron.99.24
; of the accent of compounds, Id.Synt.304.8.II make away with, destroy all trace of, annihilate,ἀμφοτέρας δ' ὀφρῦς σύνελεν λίθος Il.16.740
(but perh. = συνέχεε καὶ εἰς ἓν συνήγαγεν, as Sch. ad. loc.): metaph., make an end of, σ. τὰς ἀσπίδας abolished them, D.S.15.44; , cf. 37.13, 50.35;συνῃρηκὼς ὥρᾳ μιᾷ Χρόνου μήκιστον.. πόλεμον Plu.Lys.11
;ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν Id.Sert.13
; diminish a measurement,τινὶ μέτρῳ προσλιπεῖν ἢ συνελεῖν IG7.3073.24
(Lebad., ii B.C.):—[voice] Pass.,τοῦ πρώτου τῶν Καρχηδονίων πολέμων ἔτει δευτέρῳ καὶ εἰκοστῷ συναιρεθέντος Plu.Marc.3
; τοῦ πλήθους ἤδη συνῃρημένου the congestion having been reduced or ended, Gal.16.499.b annihilate, make short work of a distance,ταχὺ σ. πολλὴν ὁδόν Plu. 2.759d
:—[voice] Pass.,τὸ διάστημα ταχέως ὑπὸ προθυμίας τῶν ἐλαυνόντων συνῄρητο Id.Lys.11
.2 help to take or conquer,τὴν Σύβαριν Hdt. 5.44
; βουλόμενοι σφίσι.. ξυνελεῖν (v.l. for ξυνεξ-) αὐτόν wishing that he should help them to conquer, Th.2.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναιρέω
-
4 συναρτάω
A knit or join together,σ. γένος E.Med. 564
;τὴν γῆν ἅμα καὶ τὴν θάλασσαν Luc.DDeor.21.1
:—[voice] Pass., to be closely engaged,δύο περὶ μίαν καὶ ἔστιν ᾗ καὶ πλείους ναῦς.. ξυνηρτῆσθαι Th.7.70
;ἡ ἄνω γνάθος.. συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθρωται Hp.Art.30
, cf. Arist. HA 495b6, Sor.2.85; , Thphr.Sens.26;σ. εἰς ἕν Arist.PA 670a7
; ἀφ' ἑνός, ἐξ ἑνός, Id.HA 516a8, Pr. 957b40; πολλαχόθι μὲν συμφύονται [οἱ ὑμένες], πολλαχόθι δὲ συναρτῶνται Gal. UP15.5
.2 metaph.,ὁ μηθὲν ἀκόλουθον -αρτῶν Epicur.Nat.14.9
: mostly in [voice] Pass.,συνηρτημέναι [ἀρεταὶ] τοῖς πάθεσι Arist.EN 1178a19
; τῷ ἀθανάτῳ τὸ ἀθάνατον ς. Id.Cael. 270b9; to be implicated in, c. dat.,τόδε σ. τῷδε ἐξ ἀνάγκης Phld.Sign.35
; συνηρτῆσθαι πολέμῳ to be involved in.., Plu.Num.20; σ. διώξεσι καὶ φυγαῖς to be always engaged in.., Id.Sert.12; συνηρτῆσθαί τινι to be engaged with him, Id.Marc. 24, cf. Pomp.51.3 Gramm., in [voice] Pass., to be construed with,πρὸς τὰς εὐθείας A.D.Synt.12.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρτάω
-
5 πεῖσμα
Grammatical information: n.Meaning: `rope, cable' (Il.).Derivatives: πεισμάτ-ιον `navel-string' (sch.), - ιος `concerning cables' (Orph.); also - ικός `cable-like' = `persistent, unaccommodating' (pap., Eust.)?Etymology: From *πένθ-σμα (cf. Schwyzer 287) from the verb `bind' which is lost in Greek, with isolated deriv. in πενθερός s.v. (not: φάτνη<< s.v.). With zero grade perh. πάσμα ᾦ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ φύλλον H.; mixed form πέσμα η πεῖσμα, η μίσχος. ἔστι δε ἐξ οὗ τὸ φύλλον ἤρτηται H. (Brugmann IF 11, 104 f.).Page in Frisk: 2,492Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πεῖσμα
См. также в других словарях:
συνήρτηται — συναρτάω knit perf ind mp 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρτώ — συναρτῶ, άω, ΝΜΑ συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους νεοελλ. 1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ 2. παθ. συναρτώμαι α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι β) εξαρτώμαι από κάτι αρχ. 1. έχω το… … Dictionary of Greek
πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… … Dictionary of Greek