-
1 συνήγορος
[синигорос] ουσ. защитник, адвокат,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνήγορος
-
2 защитник
защитник м 1) υπερασπιστής о προστάτης (покровитель) 2) юр. о συνήγορος 3) спорт, о οπισθοφύλακας* * *м1) υπερασπιστής; ο προστάτης ( покровитель)2) юр. ο συνήγορος3) спорт. ο οπισθοφύλακας -
3 адвокат
ο δικηγόρος, (защитник) о συνήγοροςколлегия - ов ο δικηγορικός σύλλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > адвокат
-
4 защитник
1. (тот, кто защищает кого-л) ο υπερασπιστήςο προστάτηςο πρόμαχος2. юр. о συνήγοροςο δικηγόρος3. (в спорте) о αμυντικός, ο παίκτης της άμυναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > защитник
-
5 поверенный
εξουσιοδοτημένος, юр. о αντίκλητοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поверенный
-
6 присяжный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присяжный
-
7 ходатай
(защитник, заступник) о συνήγορος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ходатай
-
8 адвокат
адвокатж1. ὁ δικηγόρος;2. перен ὁ συνήγορος. -
9 защитник
защитникм1. ὁ ὑπερασπιστής, ὁ προστάτης·2. юр. ὁ συνήγορος:член кол· ι легии \защитников μέλος τοῦ δικηγορικού σώματος·3. спорт. ὁ ὁπισθοφύλακας, τό μπάκ. -
10 ходатай
ходатайм1. 'юр. уст. ὁ διαχειριστής ξένων ὑποθέσεων, ὁ δικολαβος·2. перен (заступник) разг ὁ συνήγορος. -
11 адвокат
-а α.δικηγόρος. || συνήγορος. -
12 апологет
-а α.απολογητής, συνήγορος, υπερασπιστής. -
13 защитник
-а α.-ца, -ы θ.1. υπερασπιστής, -τρία, προασπιστής• προστάτης, πρόμαχος.2. (νομ.) συνήγορος, δικηγόρος υπεράσπισης•коллегия -ов το:δικηγορικό σώμα.
3. (αθλτ.) παίχτης άμυνας. -
14 присяжный
επ.1. παλ. ορκισμένος.2. μόνιμος, παντοτινός.3. ουσ. ο ένορκος (μέλος ορκωτού δικαστηρίου). || εκφρ. присяжный заседатель βλ. 3 σημ. присяжный поверенный συνήγορος•суд -ых – δικαστήριο ενόρκων. -
15 синдик
-а α.1. σύνδικος (στους αρχαίους Ελληνες), συνήγορος, υπεράσπιση.2. επίτροπος (ιδρύματος, εταιρίας, συνεργατικής).
См. также в других словарях:
συνήγορος — speaking with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήγορος — ο, η / συνήγορος, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. συνάγορος, ον, Α ως ουσ. 1. αυτός που υπερασπίζεται κάποιον κυρίως με λόγια 2. (ιδίως) αυτός που αγορεύει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξει το δίκαιο διαδίκου νεοελλ. (νομ.) ο νομικός… … Dictionary of Greek
συνήγορος, ο — η 1. υποστηρικτής. 2. δικηγόρος που υπερασπίζεται κάποιον στο δικαστήριο: Το λόγο έχει ο συνήγορος του κατηγορουμένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυνήγορος — συνήγορος , συνήγορος speaking with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήγορον — συνήγορος speaking with masc/fem acc sg συνήγορος speaking with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Синегор — • Συνήγορος и συνηγορία, см. Iudicium, Судопроизводство, 11 … Реальный словарь классических древностей
συνηγόροις — συνήγορος speaking with masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγόρου — συνήγορος speaking with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγόρους — συνήγορος speaking with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγόρων — συνήγορος speaking with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγόρῳ — συνήγορος speaking with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)