-
1 συνέταιρος
[синэтэрос] ουσ. компаньон.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνέταιρος
-
2 компаньон
-
3 компаньон
ο συνέταιρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компаньон
-
4 пайщик
ο μέτοχος, ο συνεταίροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пайщик
-
5 партнёр
1. (участник игры) о συμπαίκτης, ο/η παρτενέρ (ξεν.) 2. (компаньон) о εταίροςο συνεταίρος, ο συνεργάτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > партнёр
-
6 компаньон
компан||ьонм1. (спутник) ὁ συνοδός, ὁ συνοδοιπόρος·2. ком. ὁ συνέταιρος. -
7 компаньонка
компан||ьо́нкаж1. (спутница) ἡ συνοδός, ἡ συντρόφισσα·2. ком. ἡ συνέταιρος·3. уст. ἡ ἀκόλουθος. -
8 напарник
напарникм ὁ συνέταιρος, ὁ συνεργός, ὁ συντεχνίτης. -
9 пайщик
пайщикм ὁ μέτοχος (в предприятии)/ ὁ συνέταιρος, μέλος τοῦ συνεταιρισμοῦ (в кооперативе и т. п.). -
10 сотоварищ
сотоварищм ὁ σύντροφος, ὁ συνέταιρος. -
11 товарищ
товарищм1. ὁ σύντροφος/ συνοδοιπόρος (спутник)/ συνάδελφος (коллега)/ συνέταιρος (по общему делу):\товарищ детства ὁ παιδικός φίλος· \товарищ по ору́жию ὁ συμπολεμιστής·2. (в обращении) σύντροφε·3. (помощи́ик, заместитель) уст.:\товарищ прокурора ὁ ἀντεισαγγελεύς· \товарищ министра ὁ ὑφυπουργός. -
12 участник
участникм αὐτός πού παίρνει μέρος, ὁ συμμέτοχος/ ὁ συνένοχος, ὁ συνεργός (сообщи́ик)/ τό μέλος (организации, экспедиции и т. п.)/ ὁ μέτοχος, ὁ συνέταιρος (в пае и т. п.):\участники съезда τά μέλη τοῦ συνεδρίου, οἱ σύνεδροι· \участник игры ὁ παίκτης· \участник войны а) ὁ πολεμιστής, ὁ παλαίμαχος, б) (о стране) ὁ ἐμπόλεμος· \участник заговора ὁ συνωμότης· \участник экспедиции τό μέλος τής ἀποστολής· быть \участником чего́-л. παίρνω μέρος σέ κάτι· \участник соревнования а) спорт. ὁ συμμετέχων στους ἀγώνες, б) (трудового) οἱ ἀμιλλώμενοι. -
13 напарник
[ναπάρνικ] ουσ. α συνεταίρος -
14 напарник
[ναπάρνικ] ουσ α συνεταίρος -
15 дольщик
-а α., -ца, -ы θ. (παλ. κ. διαλκ.) μέτοχος, συνέταιρος. -
16 компаньон
-а α.1. σύντροφος, μέλος της παρέας.2. μέλος εμπορικής ή βιομηχανικής εταιρείας, συνέταιρος.3. παλ. γελωτοποιός (σε αρχοντικά σπίτια). -
17 напарник
-а α.-ца, -ы θ.συνεργάτης, ο συντεχνιτης, συνέταιρος (ο ένας από το ζευγάρι). -
18 пайщик
-
19 партнёр
-а α., συμπαίκτης, -τρία• παρτενέρ, το άλλο μέλος ζεύγους χορευτών, αθλητών κ.τ.τ.σύντροφος, συνέταιρος. -
20 участник
-а α.-ца, -ы θ.1. συμμέτοχος, συνεργός•участник заговора ο συνωμότης•
-и войны οι συμπολεμιστές, οι συμμαχητές.
2. μέλος•участник кружка το μέλος του ομίλου•
участник экспедиции μέλος αποστολής.
3. (οικον.) μέτοχος• συνέταιρος.
См. также в других словарях:
συνέταιρος — συνέταιρος, ο και συνεταίρος, ο 1. μέτοχος εταιρείας: Έγινε η διανομή των κερδών στους συνεταίρους της επιχείρησης. 2. γενικά σύντροφος σε κοινή επιχείρηση: Έκανε τον υπάλληλό του συνέταιρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνέταιρος — ο, η / συνέταιρος, ΝΜΑ, και συνεταίρος Ν, θηλ. συνεταιρίς, ίδος, Α νεοελλ. 1. μέτοχος εταιρείας, μέτοχος σε κοινή επιχείρηση 2. φρ. «συνέταιρος στα κέρδη» μέτοχος χωρίς κεφάλαιο που προσφέρει προσωπική εργασία στην εταιρεία μσν. αρχ. σύντροφος,… … Dictionary of Greek
συνεταίροις — συνέταιρος companion masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεταίρους — συνέταιρος companion masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεταίρων — συνέταιρος companion masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεταίρῳ — συνέταιρος companion masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέταιροι — συνέταιρος companion masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
σύντροφος — ο, η / σύντροφος, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, ον, Α [συντρέφω] (κυρίως σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιος, ο στενά συνυφασμένος (α. «από τότε που… … Dictionary of Greek
αρκαντάσης — ο σύντροφος, φίλος, συνέταιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. arkadş] … Dictionary of Greek
εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… … Dictionary of Greek