-
1 συνάπτω
[стнапто] р. соединять, прилагать, (μ£ταφ.) заключать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνάπτω
-
2 заключить
заключить (соглашение, союз) συνάπτω, κλείνω υπογράφω (подписать) \заключить мир συνάπτω ειρήνη" \заключить перемирие κάνω ανακωχή* * *(соглашение, союз) συνάπτω, κλείνω; υπογράφω ( подписать)заключи́ть мир — συνάπτω ειρήνη
заключи́ть переми́рие — κάνω ανακωχή
-
3 заключать
заключатьнесов \. (помещать куда-л.) κλείνω·2. (заканчивать) τελειώνω (μετ.), κλείνω:\заключать речь словами... τελειώνω τήν ὁμιλία μέ (τά) λόγια...·3. (делать вывод) συμπεραίνω, καταλήγω·4. (договор и т. ἡ.) συνάπτω, κλείνω:\заключать мир συνάπτω ἐΙρήνη· \заключать союз συνάπτω συμμαχία·5. (в себе) ἐνέχω, περιέχω· ◊ \заключать в объятиях ἀγκαλιάζω· \заключать в скобки βάζω σέ παρένθεση· \заключать пари́ βάζω στοίχημα. -
4 дружба
дружба ж η φιλία \дружба народов η φιλία των λαών завязать \дружбау συνάπτω φιλία* * *жη φιλίαдру́жба наро́дов — η φιλία των λαών
завяза́ть дру́жбу — συνάπτω φιλία
-
5 завязать
завязать, завязывать δένω \завязать галстук δένω τη γραβάτα ◇ \завязать связи συνάπτω σχέσεις \завязать разговор πιάνω κουβέντα* * *= завязыватьзавяза́ть га́лстук — δένω τη γραβάτα
••завяза́ть свя́зи — συνάπτω σχέσεις
завяза́ть разгово́р — πιάνω κουβέντα
-
6 мир
I мир Ι м (вселенная) о κόσμος, το σύμπαν, η οικουμένη· во всём \мире σ' όλο τον κόσμο II мир II м (согласие) η ειρήνη' \мир во всём \мир οη ειρήνη σ' όλο τον κόσμο· прочный \мир η σταθερή ειρήνη· борьба за \мир ο αγώνας για την ειρήνη· защита \мира η υπεράσπιση της ειρήνης* жить в \мире ζούμε αγαπημένα" заключить \мир συνάπτω ειρήνη* * *I м( вселенная) ο κόσμος, το σύμπαν, η οικουμένηII м( согласие) η ειρήνηпро́чный мир — η σταθερή ειρήνη
борьба́ за мир — ο αγώνας για την ειρήνη
защи́та мира — η υπεράσπιση της ειρήνης
заключи́ть мир — συνάπτω ειρήνη
-
7 соглашение
соглашение с 1) (согласие) η συμφωνία; приходить к \соглашениею καταλήγω σε συμφωνία 2) (договорённость) το συμβόλαιο, η σύμβαση· το σύμφωνο (договор)' торговое \соглашение η εμπορική σύμβαση; двустороннее \соглашение η διμερής συμφωνία· заключить \соглашение κλείνω (или συνάπτω) συμβόλαιο* * *с1) ( согласие) η συμφωνίαприходи́ть к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία
2) ( договорённость) το συμβόλαιο, η σύμβαση; το σύμφωνο ( договор)торго́вое соглаше́ние — η εμπορική σύμβαση
двусторо́ннее соглаше́ние — η διμερής συμφωνία
заключи́ть соглаше́ние — κλείνω ( или συνάπτω) συμβόλαιο
-
8 союз
союз м 1) η ένωση· η συμμαχία (единство)· в \союзе с... σε συμμαχία με...· заключить \союз συνάπτω συμμαχία 2) (государственное объединение) η ένωση; Советский Союз η Σοβιετική Ένωση 3) (общественная организация) η ένωση, η οργάνωση; профессиональный союз· το επαγγελματικό σωματείο, το συνδικάτο; \союз журналистов η ένωση δημοσιογράφων 4) гром. о σύνδεσμος* * *м1) η ένωση; η συμμαχία ( единство)в сою́зе... — σε συμμαχία με…
заключи́ть сою́з — συνάπτω συμμαχία
2) ( общественная организация) η ένωση, η οργάνωσηпрофессиона́льный сою́з — το επαγγελματικό σωματείο, το συνδικάτο
сою́з журнали́стов — η ένωση δημοσιογράφων
3) грам. ο σύνδεσμος -
9 завязывать
завязыватьнесов1. δένω, συνδέω:\завязывать галстук δένω τήν γραβάτα·2. (устанавливать, начинать) πιάνω, ἀρχίζω, συνάπτω:\завязывать разговор πιάνω κουβέντα· \завязывать знакомство πιάνω γνωριμία· \завязывать торговые отношения συνάπτω ἐμπορικές σχέσεις· \завязывать переписку ἀρχίζω ἀλληλογραφία· \завязывать ссору πιάνω (или ἀρχίζω) καυγᾶ· \завязывать дру́ж-бу πιάνω φιλία. -
10 водить
вожу, водишь, ρ.δ.μ.1. οδηγώ• πηγαίνω•водить детей гулять πηγαίνω τα παιδιά περίπατο.
|| βαδίζω επικεφαλής.2. οδηγώ (όχημα).3. κινώ επάνω σε•водить смычком по струнам κινώ το δοξάρι πάνω στις χορδές.
4. διατηρώ, έχω• συνάπτω•водить знакомство αποκτώ γνωριμίες•
водить дружбу συνάπτω φιλία.
5. τρέφω, κρατώ, διατηρώ•водить пчел τρέφω μελίσσια•
водить голубей κρατώ περιστέρια.
εκφρ.водить за нос – σέρνω α-πο τη μύτη (έχω υποχείριο)•водить хороводы – χορεύω κυκλικά τραγουδώντας1. υπάρχω, ζω• πολλαπλασιάζομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•в этой реке -ится много рыбы αυτό το ποτάμι έχει πολλά ψάρια•
в этом лесу -ится много дичи σ’ αυτό το δάσος υπάρχει πολύ κυνήγι.
|| παρατηρούμαι• συμβαίνω•этого прежде не -лось за вами αυτό πρίν δε συνέβαινε σε σας.
|| συνηθίζομαι•здесь это и -ится αυτό εδώ συνηθίζεται.
2. σχετίζομαι, συνδέομαι, συναναστρέφομαι•друг, с ним не -ишься φίλε, μ’ αυτόν μη κάνεις παρέα.
|| συχνάζω•дом, в котором черти -ятся σπίτι των διαβόλων ή φαντασμάτων.
εκφρ.как -ится – όπως συνηθίζεται. -
11 завязать
завязать 1-вяжу, -вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завязанный, -зан, -а, -о, ρ.σ.μ.1. δένω•завязать веревку δένω την τριχιά•
завязать галстук δένω τη γραβάτα•
завязать двойной узел διπλοκομποδένω.
2. πιάνω, συνάπτω• αρχίζω πρώτος•завязать дружбу πιάνω φιλία•
завязать разговор πιάνω κουβέντα•
завязать переписку ανοίγω αλληλογραφία•
завязать бой συνάπτω μάχη•
завязать отношения πιάνω σχέσεις•;- спор αρχίζω συζήτηση•
завязать перестрелку αρχίζω πρώτο£ τους πυροβολισμούς.
3. (γι φυτά) γονιμοποιούμαι•завязать плод πιάνω (δένω) καρπό.
1. δένομαι.2. αρχίζω, συνάπτομαι, πιάνομαι•. -лся бой πιάστηκε η μάχη.3. (για φυτά) γονιμοποιούμαι•плод -лся ο καρπός έδεσε.
завязать 2-аю, -аешь, ρ.δ.βλ. завязнуть. -
12 заключить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заключенный, βρ: -чен, -чет, -ченоρ.σ.μ.1. κλείνω φυλακή, φυλακίζω.2. εγκλείω, κλείνω μέσα•заключить в монастырь κλείνω στο μοναστήρι•
-в скобки κλείνω (βάζω) σε παρένθεση.
3. τελειώνω, ολοκληρώνω•заключить речь τελειώνω το λόγο•
заключить счет κλείνω το λογαριασμό.
4. συμπεραίνω, συνάγω, πορίζομαι, καταλήγω στο συμπέρασμα.5. συνάπτω, κλείνω•заключить договор κλείνω συμφωνία•
заключить союз κλείνω συμμαχία, συμμαχώ•
заключить контракт κλείνω σύμβαση•
заключить пари βάζω στοίχημα•
заключить брак συνάπτω γάμο.
εκφρ.заключить в объятия – σφίγγω στην αγκαλιά.παλ. κλείνομαι•зимою мы -лись в доме το χειμώνακλειστήκαμε στο σπίτι•
она -лась в монастырь αυτή κλείστηκε στο μοναστήρι.
-
13 вступать
μπαίνω, εισέρχομαι- в брак παντρεύομαι, συνάπτω γάμοαναλαμβάνω τα υπηρεσιακά καθήκονταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вступать
-
14 заключать
1. (помещать куда-л.) κλείνω, βάζω 2. (содер-жать в качестве составной части) (συμπεριλαμβάνω 3. (делать вывод) συμπεραίνω 4. (договор, контракт) συνάπτω/κλείνω (συμφωνία, σύμβαση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заключать
-
15 прилагать
1. (приближать вплотную, дожить на что-л.) βάζω, θέτω, ενώνω 2. (присоединять) (επι)συνάπτω 3. (направлять действие чего-л. на что-л.) βάζω, καταβάλλωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прилагать
-
16 сведение
1. (известие, сообщение) η πληροφορί/αη είδηση2. (осведомлённость в чём-л.) η ενημέρωσηдоводить до - я πληρωφορώ, ενημερώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сведение
-
17 совершать
1. (осуществлять, делать, производить) περατώνω, φέρνω εις/σε πέρας, κάνω 2. (оформлять) συνάπτω, κλείνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > совершать
-
18 ангажкровать
ангаж||кроватьсов и несов συνάπτω συμβόλαιο[ν]. -
19 договариваться
договаривать||ся1. συνάπτω συμφωνία[ν], συμβάλλομαι, συνομολογώ, συμφωνώ (приходить к соглашению)/ συνεννοούμαι, συμφωνώ μέ κάποιον (уславливаться ὁ чем-л.)/ διαπραγματεύομαι (вести переговоры):\договариватьсяся с кем-л. συμφωνώ (или συνεννοούμαι) μέ κάποιον2. (до чего-л.) разг:\договариватьсяся до абсурда φτάνω νά λέω ἀνοησίες, φτάνω νά λέω παράλογα πράγματα· ◊ Высокие Договаривающиеся стороны дип. τά ὑψηλά συμβαλλόμενα μέρη, οἱ ὑψηλοί συμβαλλόμενοι. -
20 договор
договорм τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση[-ις], ἡ συμφωνία / τό συμβόλαιο, τό συμφωνητικό, τό κοντράτο (деловой)! ἡ συνθήκη (пакт):\договор о социалистическом соревновании τό συμφωνητικό τής σοσιαλιστικής ἀμιλλας· коллективный \договор ἡ συλλογική σύμβαση· мирный \договор ἡ συνθήκη εἰρήνης· \договор о ненападении τό σύμφωνο μή ἐπιθέσεως· \договор о дружбе и взаимной помощи τό σύμφωνο φιλίας καί ἀμοιβαίας βοήθειας· торговый \договор ἡ ἐμπορική συμφωνία· заключать \договор συνάπτω συνθήκη, κλείνω συμφωνία· нарушать \договор παραβαίνω τήν συνθήκη, παραβιάζω τήν συμφωνία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνάπτω — join together pres subj act 1st sg συνάπτω join together pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάπτω — συνάπτω, σύναψα και συνήψα βλ. πίν. 213 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
συνάπτω — σύναψα, συνάφθηκα, συνημμένος 1. συνδέω: Συνημμένα έγγραφα. 2. μτφ., «Συνάπτω γάμο», παντρεύομαι· «Συνάπτω μάχη», μάχομαι· «Συνάπτω σχέσεις με κάποιον», σχετίζομαι με κάποιον· «Συνάπτω συνθήκη», συνθηκολογώ· «Συνάπτω δάνειο», δανείζομαι κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναπτῷ — συναπτός joined together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνάψει — συνάπτω join together aor subj act 3rd sg (epic) συνάπτω join together fut ind mid 2nd sg συνάπτω join together fut ind act 3rd sg ξυνά̱ψει , συνάπτω join together futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ξυνά̱ψει , συνάπτω join together futperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάψουσι — συνάπτω join together aor subj act 3rd pl (epic) συνάπτω join together fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνάπτω join together fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) συνά̱ψουσι , συνάπτω join together futperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάψουσιν — συνάπτω join together aor subj act 3rd pl (epic) συνάπτω join together fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνάπτω join together fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) συνά̱ψουσιν , συνάπτω join together futperf ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάψοντα — συνάπτω join together fut part act neut nom/voc/acc pl συνάπτω join together fut part act masc acc sg συνά̱ψοντα , συνάπτω join together futperf ind act neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) συνά̱ψοντα , συνάπτω join together futperf ind act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήφθην — συνάπτω join together plup ind mp 3rd dual (attic epic doric ionic aeolic) συνάπτω join together plup ind mp 3rd dual (attic epic ionic) συνάπτω join together aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) συνάπτω join together aor ind pass… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνημμένα — συνάπτω join together perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ξυνημμένᾱ , συνάπτω join together perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ξυνημμένᾱ , συνάπτω join together perf part mp fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)