-
1 συμπεσσω
атт. συμπέττω (fut. συμπέψω)1) разваривать, размягчать(ὑπὸ τῆς θερμότητος Arst.)
2) переваривать(ἥ τροφέ συμπέττεται Arst.)
3) нагревать или кипятить(θάλαττα συμπεττομένη Arst.)
4) высиживать (sc. τὰ ᾠά Arst.)
1 συμπεσσω
(ὑπὸ τῆς θερμότητος Arst.)
(ἥ τροφέ συμπέττεται Arst.)
(θάλαττα συμπεττομένη Arst.)