-
1 συμ-πέρασμα
συμ-πέρασμα, τό, Vollendung, Beendigung, Beschluß; Plut. adv. Stoic. 2; τῆς ἀποδείξεως, de εἰ apud Delph. 6; bes. in der Logik, Schlußfolge, Arist. top. 8, 1 u. öfter, eth. 1, 8, 1, vgl. S. Emp. pyrrh. 2., 136.
-
2 συμπέρασμα
συμ-πέρασμα, τό, Vollendung, Beendigung, Beschluß; bes. in der Logik, Schlußfolge -
3 συμπερασμα
См. также в других словарях:
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek