-
1 συμ-παρ-εις-έρχομαι
συμ-παρ-εις-έρχομαι (s. ἔρχομαι), mit od. zugleich hineingehen, Luc. Tim. 28 συμπαρειςέρχεται μετ' ἐμοῠ λαϑὼν ὁ τύφος.
-
2 συμπαρειςέρχομαι
συμ-παρ-εις-έρχομαι, mit od. zugleich hineingehen
1 συμ-παρ-εις-έρχομαι
συμ-παρ-εις-έρχομαι (s. ἔρχομαι), mit od. zugleich hineingehen, Luc. Tim. 28 συμπαρειςέρχεται μετ' ἐμοῠ λαϑὼν ὁ τύφος.
2 συμπαρειςέρχομαι