1 συμ-μῑσέω
συμ-μῑσέω, mit oder zugleich hassen, τοῖς φίλοις τοὺς ἐχϑρούς Pol. 1, 14, 4.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > συμ-μῑσέω
2 συμμῑσέω
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > συμμῑσέω
3 συμμισεω
(σ. τοῖς φίλοις τοὺς ἐχθρούς Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь > συμμισεω