-
1 συμβατος
3[adj. verb. к συμβαίνω См. συμβαινω] случающийся, могущий случиться, возможныйμέ συμβατόν ἐστι Polyb. — невозможно, немыслимо
См. также в других словарях:
ευσύμβατος — εὐσύμβατος, ον (Μ) αυτός που συμβαδίζει, που συμφωνεί εύκολα («διάφοροι ἔστιν ὅτε καὶ οὐδὲ εὐσύμβατοι», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βατός (< συμ βαίνω)] … Dictionary of Greek