-
1 συμψηφισμός
ο1) отнесение, включение (в счёт чего-л.);συμψηφισμός χρέους — отнесение долга в счёт чего-л.;
2) балансирова- ние, уравновешивание; приведение в соответствие;συμψηφισμός δικαιωμάτων και απαιτήσεων — приведение в соответствие прав и требований;
3) юр.:συμψηφισμ ποινής — поглощение меньшего наказания большим;
συμψηφισμός δικαστικών εξόδων — принятие на себя судебных издержек третьим лицом;
4) юр. аннулирование просроченного иска;5) эк клиринг;γραφείον συμψηφισμοθ — банковская расчётная палата
-
2 συμψηφισμός
[симпсифизмос] ουσ. а. возмещение, компенсация, причислениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμψηφισμός
-
3 συμψηφισμός
[симпсифизмос] ουσ α возмещение, компенсация, причисление. (к чему-либо). -
4 συμψηφισμός
compensationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συμψηφισμός
-
5 ödeşme
συμψηφισμός, διακανονισμός -
6 расчёт
1. (подсчёт необходимых данных) о υπολογισμός, ο λογαριασμός- платы за простой - πληρωμής της υπερα-ναμονής, οι επισταλίες2. (определение условий прочности, жёсткости) η ανάλυση, η δοκιμή 3. (конструирование) о υπολογισμός, η μελέτη 4. (оплата) η πληρωμή, η εξόφλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расчёт
-
7 клиринг
фин. το κλήρινγκ (ξεν.), ο διατραπεζικός συμψηφισμός (επιταγών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клиринг
-
8 compensation
1) αποζημίωση2) συμψηφισμός
См. также в других словарях:
συμψηφισμός — συμψηφισμός, ο και συμψήφιση, η 1. αντιστάθμιση δύο ίσων αξιών: Έγινε συμψηφισμός κερδών και ζημιών. 2. συγχώνευση: Κατά συμψηφισμό των ποινών τιμωρήθηκε με πέντε χρόνια κάθειρξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμψηφισμός — ο, ΝΜ [συμψηφίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμψηφίζω, συνυπολογισμός νεοελλ. 1. (οικον.) η με συνυπολογισμό επερχόμενη απόσβεση τών μεταξύ δύο προσώπων υφιστάμενων αμοιβαίων απαιτήσεων 2. (νομ.) α) το δικαίωμα που έχει ο οφειλέτης να… … Dictionary of Greek
ανταπαίτηση — η 1. προβολή απαίτησης έναντι άλλης 2. ανταγωγή, συμψηφισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαιτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγελο Βλάχο] … Dictionary of Greek
ασυμψήφιστος — η, ο (για ποσά) εκείνος για τον οποίο δεν έχει γίνει συμψηφισμός … Dictionary of Greek
λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… … Dictionary of Greek
κλίριγκ — το (άκλ., λ. αγγλ.), συμψηφισμός: Ανάμεσα στις χώρες αυτές δεν υπάρχει κλίριγκ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)