-
1 συμπαραβυω
(τινά τινι Luc.)
μετὰ τῶν ἐσιόντων ξυμπαραβυσθείς Luc. — смешавшись с толпой входящих
См. также в других словарях:
συμπαραβύω — Α στρυμώχνω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραβύω «παρεμβάλλω, παραγεμίζω»] … Dictionary of Greek
συμπαραβυσθείς — συμπαραβῡσθείς , συμπαραβύω cram in along with aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραβύσωσιν — συμπαραβύ̱σωσιν , συμπαραβύω cram in along with aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)