Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συμπαραβύω

См. также в других словарях:

  • συμπαραβύω — Α στρυμώχνω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραβύω «παρεμβάλλω, παραγεμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συμπαραβυσθείς — συμπαραβῡσθείς , συμπαραβύω cram in along with aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαραβύσωσιν — συμπαραβύ̱σωσιν , συμπαραβύω cram in along with aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»