-
1 Συμπαθώ
-
2 Συμπαθῶ
-
3 συμπαθώ
συμπαθέωto be sympathetically affected: pres subj act 1st sg (attic epic doric)συμπαθέωto be sympathetically affected: pres ind act 1st sg (attic epic doric)συμπαθέωto be sympathetically affected: pres subj act 1st sg (attic epic doric)συμπαθέωto be sympathetically affected: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
4 συμπαθῶ
συμπαθέωto be sympathetically affected: pres subj act 1st sg (attic epic doric)συμπαθέωto be sympathetically affected: pres ind act 1st sg (attic epic doric)συμπαθέωto be sympathetically affected: pres subj act 1st sg (attic epic doric)συμπαθέωto be sympathetically affected: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
5 συμπαθώ
(ε), συμπαθάω μετ.1) симпатизировать (кому-чему-л.); чувствовать расположение, влечение (к кому-чему-л.); любить (кого-л.);δεν τον συμπαθώ — он мне несимпатичен, не нравится;
2) сочувствовать, сострадать (кому-л.);3) извинять, прощать (кого-л.);συμπάθησε με — или να με συμπαθας! — извини, пожалуйста!
-
6 συμπαθώ
[симпато] р. симпатизировать, сочувствовать, извинять, прощатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμπαθώ
-
7 συμπαθώ
[симпато] ρ симпатизировать, сочувствовать, извинять, прощать. -
8 συμπαθώ
likeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συμπαθώ
-
9 симпатизировать
-рую, -руешьρ.δ. με δοτ. συμπαθώ•я ему не -рую αυτόν δεν τον συμπαθώ•
-рую прогрессивному деятелю συμπαθώ τον προοδευτικό παράγοντα.
-
10 симпатизировать
-
11 сочувствовать
-
12 симпатизировать
симпатизироватьнесов (кому-л., чему-л.) συμπαθώ:\симпатизировать друг дру́гу ἐχουμε ἀμοιβαία συμπάθεια. -
13 симпатия
симпати||яж ἡ συμπάθεια:чу́вствовать \симпатияю к кому́-л. συμπαθώ κάποιον питать \симпатияи к... τρέφω συμπάθεια προς... -
14 сочувствовать
сочувствоватьнесов συμπαθώ, συμπονώ/ οίκτ(ε)ίρω (сострадать). -
15 take a liking to
(to begin to like: I've taken a liking to him.) (αρχίζω να) συμπαθώ -
16 take to
1) (to find acceptable or pleasing: I soon took to her children/idea.) συμπαθώ2) (to begin to do (something) regularly: He took to smoking a pipe.) αρχίζω (συνήθεια) -
17 warm
[wo:m] 1. adjective1) (moderately, or comfortably, hot: Are you warm enough, or shall I close the window?; a warm summer's day.) (ευχάριστα) ζεστός2) ((of clothes) protecting the wearer from the cold: a warm jumper.) ζεστός3) (welcoming, friendly, enthusiastic etc: a warm welcome; a warm smile.) θερμός, εγκάρδιος, ενθουσιώδης4) (tending to make one hot: This is warm work!) ζόρικος, που σε κάνει να ιδρώσεις5) ((of colours) enriched by a certain quantity of red or pink, or (of red etc) rich and bright: a warm red; I don't want white walls - I want something warmer.) `ζεστός` (π.χ. για χρώμα)2. verb1) (to make moderately hot: He warmed his hands in front of the fire.) ζεσταίνω2) (to become friendly (towards) or enthusiastic (about): She warmed to his charm.) ζεσταίνομαι, αρχίζω να συμπαθώ3. noun(an act of warming: Give your hands a warm in front of the fire.) ζέσταμα- warmly- warmness
- warmth
- warm-blooded
- warmed-over
- warmhearted
- warmheartedness
- warm up -
18 симпатизировать
[σιμπατιζίραβατ'] ρ. συμπαθώ -
19 симпатизировать
[σιμπατιζίραβατ'] ρ συμπαθώ -
20 герой
-я α.ήρωας•герой Великой Отечественной войны ήρωας του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου•
герой Греции ήρωας της Ελλάδας•
герой социалистического труда ήρωας της σοσιαλιστικής δουλειάς•
герой романа ήρωας του μυθιστορήματος.
εκφρ.герой не моего романа – άνθρωπος που δεν με τραβά, δεν τον συμπαθώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συμπαθώ — συμπαθώ, συμπάθησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: συμπαθώ : η λόγια μτχ. ενεστώτα έχει επιβιώσει ως ουσιαστικό (οι συμπαθούντες αυτοί που υποστηρίζουν κάποιο πολιτικό κόμμα χωρίς να είναι μέλη). Στον απλό προφορικό λόγο απαντάται ορισμένες φορές και η… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμπαθώ — συμπαθῶ, έω, ΝΜΑ, και συμπαθάω Ν [συμπαθής] 1. συμμερίζομαι τον πόνο και τη θλίψη τού άλλου, συμπονώ, συμπάσχω 2. εκδηλώνω ενδιαφέρον για κάτι, περιβάλλω με συμπάθεια νεοελλ. τρέφω ερωτικά αισθήματα νεοελλ. μσν. (μόνον ο τ. συμπαθάω) παρέχω… … Dictionary of Greek
συμπαθώ — συμπάθησα 1. συμπονώ. 2. νιώθω συμπάθεια, αγάπη και ενδιαφέρον για κάποιον ή κάτι: Δε συμπαθεί καθόλου τους εγωιστές. 3. συγχωρώ: Να με συμπαθάς που δεν ήρθα στη γιορτή σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Συμπαθῶ — Συμπαθής affected by like feelings masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθῶ — συμπαθέω to be sympathetically affected pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμπαθέω to be sympathetically affected pres ind act 1st sg (attic epic doric) συμπαθέω to be sympathetically affected pres subj act 1st sg (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσυμπαθώ — έω, Α [συμπαθῶ] συμπαθώ λίγο … Dictionary of Greek
ασυμπάθητος — και ασυμπάθιστος, η, ο (Μ ἀσυμπάθητος, ον) [συμπαθώ] εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια, ο ανελέητος 1| νεοελλ. 1. αυτός που δεν συμπαθιέται, ο αντιπαθητικός 2. αυτός που δεν συγχωρήθηκε ή που δεν είναι άξιος να συγχωρηθεί … Dictionary of Greek
δημοτικίζω — 1. μιλώ ή γράφω τη δημοτική γλώσσα 2. (κατά τους λεγόμενους καθαρολόγους ή καθαρευουσιάνους) εκχυδαΐζω την Ελληνική, μαλλιαρίζω 3. συμπαθώ τον δημοτικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
διευσπλαγχνίζομαι — (Μ) συμπαθώ … Dictionary of Greek
εβραΐζω — (AM ἑβραΐζω) 1. μιμούμαι τους Εβραίους στη γλώσσα ή στους τρόπους 2. συμπαθώ τους Εβραίους αρχ. μιλώ Εβραϊκά … Dictionary of Greek
ερωτεύομαι — (Μ ἐρωτεύομαι) [έρως] αγαπώ ερωτικά, καταλαμβάνομαι από ερωτικό συναίσθημα («τόν ερωτεύθηκα για τη λεβεντιά του») νεοελλ. συμπαθώ υπερβολικά, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι («ερωτεύθηκα τη θάλασσα») … Dictionary of Greek