Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συμπαθώ

См. также в других словарях:

  • συμπαθώ — συμπαθώ, συμπάθησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: συμπαθώ : η λόγια μτχ. ενεστώτα έχει επιβιώσει ως ουσιαστικό (οι συμπαθούντες αυτοί που υποστηρίζουν κάποιο πολιτικό κόμμα χωρίς να είναι μέλη). Στον απλό προφορικό λόγο απαντάται ορισμένες φορές και η… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμπαθώ — συμπαθῶ, έω, ΝΜΑ, και συμπαθάω Ν [συμπαθής] 1. συμμερίζομαι τον πόνο και τη θλίψη τού άλλου, συμπονώ, συμπάσχω 2. εκδηλώνω ενδιαφέρον για κάτι, περιβάλλω με συμπάθεια νεοελλ. τρέφω ερωτικά αισθήματα νεοελλ. μσν. (μόνον ο τ. συμπαθάω) παρέχω… …   Dictionary of Greek

  • συμπαθώ — συμπάθησα 1. συμπονώ. 2. νιώθω συμπάθεια, αγάπη και ενδιαφέρον για κάποιον ή κάτι: Δε συμπαθεί καθόλου τους εγωιστές. 3. συγχωρώ: Να με συμπαθάς που δεν ήρθα στη γιορτή σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Συμπαθῶ — Συμπαθής affected by like feelings masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαθῶ — συμπαθέω to be sympathetically affected pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμπαθέω to be sympathetically affected pres ind act 1st sg (attic epic doric) συμπαθέω to be sympathetically affected pres subj act 1st sg (attic epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποσυμπαθώ — έω, Α [συμπαθῶ] συμπαθώ λίγο …   Dictionary of Greek

  • ασυμπάθητος — και ασυμπάθιστος, η, ο (Μ ἀσυμπάθητος, ον) [συμπαθώ] εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια, ο ανελέητος 1| νεοελλ. 1. αυτός που δεν συμπαθιέται, ο αντιπαθητικός 2. αυτός που δεν συγχωρήθηκε ή που δεν είναι άξιος να συγχωρηθεί …   Dictionary of Greek

  • δημοτικίζω — 1. μιλώ ή γράφω τη δημοτική γλώσσα 2. (κατά τους λεγόμενους καθαρολόγους ή καθαρευουσιάνους) εκχυδαΐζω την Ελληνική, μαλλιαρίζω 3. συμπαθώ τον δημοτικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • διευσπλαγχνίζομαι — (Μ) συμπαθώ …   Dictionary of Greek

  • εβραΐζω — (AM ἑβραΐζω) 1. μιμούμαι τους Εβραίους στη γλώσσα ή στους τρόπους 2. συμπαθώ τους Εβραίους αρχ. μιλώ Εβραϊκά …   Dictionary of Greek

  • ερωτεύομαι — (Μ ἐρωτεύομαι) [έρως] αγαπώ ερωτικά, καταλαμβάνομαι από ερωτικό συναίσθημα («τόν ερωτεύθηκα για τη λεβεντιά του») νεοελλ. συμπαθώ υπερβολικά, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι («ερωτεύθηκα τη θάλασσα») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»