-
1 συμβασειω
-
2 ξυμβασειω
См. также в других словарях:
συμβασείω — Α επιθυμώ να συνάψω σύμβαση ή συνθήκη με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω (πρβλ. σύμβαση) + εφετ. κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
1 συμβασειω
2 ξυμβασειω
συμβασείω — Α επιθυμώ να συνάψω σύμβαση ή συνθήκη με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω (πρβλ. σύμβαση) + εφετ. κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek