-
1 συμβουλευτικός
[симвулэфтикос] επ. совещательный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμβουλευτικός
-
2 совещательный
συμβουλευτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > совещательный
-
3 совещательный
совещательный συμβουλευτικός; \совещательный голос о συμβουλευτικός ψήφος* * *совеща́тельный го́лос — ο συμβουλευτικός ψήφος
-
4 консультативный
консульт||ативныйприл γνωμοδοτικός, συμβουλευτικός. -
5 наставительный
наставительныйприл διδακτικός, συμβουλευτικός:\наставительный тон τό συμβουλευτικό ὕφος. -
6 совещательный
совеща||тельныйприл συμβουλευτικός:\совещательныйтельный голос ἡ συμβουλευτική ψήφος. -
7 наставительный
[νασταβίπλ'νυΐί] εκ. διδακτικός, συμβουλευτικός -
8 совещательный
[σαβιατσάτιλ'νυϊ] εκ. συμβουλευτικός -
9 наставительный
[νασταβίπλ'νυϊ] επ διδακτικός, συμβουλευτικός -
10 совещательный
[σαβιατσάτιλ'νυϊ] επ συμβουλευτικός -
11 консультативный
επ.συμβουλευτικός, γνωμοδοτικός. -
12 консультационный
επ.συμβουλευτικός, γνωμοδοτικός. -
13 наставительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноδιδακτικός, συμβουλευτικός, παραινετικός, νουθετικός. -
14 поучительный
επ.διδακτικός της διδαχής. || παραινετικός, συμβουλευτικός, συστατικός. -
15 совещательный
επ.της σύσκεψης•-ая комната αίθουσα συσκέψεων.
|| συμβουλευτικός•совещательный голос συμβουλευτική ψήφος.
-
16 увещательный
επ., (γραπ. λόγος) συμβουλευτικός, παραινετικός.
См. также в других словарях:
συμβουλευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικός — ή, ό / συμβουλευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμβουλεύω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να δίνει συμβουλές ή που έχει λεχθεί ή γραφεί για να δίνει συμβουλές («νόμος συμβουλευτικός... οὐ βιαστικός», Πλάτ.) 2. (ρητ.) (για πολιτικό λόγο) αυτός με τον οποίο… … Dictionary of Greek
συμβουλευτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έργο του είναι να δίνει συμβουλές: Ο Μέγας Κωσταντίνος συγκρότησε ένα συμβουλευτικό σώμα. 2. αυτός που λέγεται ή που γίνεται για συμβουλή: Οι περισσότεροι λόγοι του Δημοσθένη είναι συμβουλευτικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμβουλευτικά — συμβουλευτικός of neut nom/voc/acc pl συμβουλευτικά̱ , συμβουλευτικός of fem nom/voc/acc dual συμβουλευτικά̱ , συμβουλευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικῶν — συμβουλευτικός of fem gen pl συμβουλευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικόν — συμβουλευτικός of masc acc sg συμβουλευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικώτατον — συμβουλευτικός of masc acc superl sg συμβουλευτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικαί — συμβουλευτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικοῖς — συμβουλευτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικοί — συμβουλευτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικοῦ — συμβουλευτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)