Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συμβατικός

См. также в других словарях:

  • συμβατικός — ή, ό / συμβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμβατός] νεοελλ. 1. αυτός που έχει καθοριστεί με σύμβαση («συμβατικός τόκος») 2. ο κατά συνθήκην, αυτός που είναι σύμφωνος με τα κοινωνικά πρότυπα, χωρίς βαθύτερο και ουσιαστικό περιεχόμενο, τυπικός (α. «συμβατική… …   Dictionary of Greek

  • συμβατικός — ή, ό 1. αυτός που καθορίζεται από σύμβαση: Συμβατικός τόκος. – Δεν τήρησε ο εργοδότης τις συμβατικές του υποχρεώσεις. 2. αυτός που ακολουθεί την παράδοση: Πιστεύει πως σε έναν παγκόσμιο πόλεμο δε θα χρησιμοποιηθούν μόνο συμβατικά όπλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμβατικά — συμβατικός tending neut nom/voc/acc pl συμβατικά̱ , συμβατικός tending fem nom/voc/acc dual συμβατικά̱ , συμβατικός tending fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβατικῶν — συμβατικός tending fem gen pl συμβατικός tending masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβατικόν — συμβατικός tending masc acc sg συμβατικός tending neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καραμανλίδικη φιλολογία — Συμβατικός όρος που χαρακτηρίζει το σύνολο των έργων της τουρκόφωνης ελληνικής φιλολογίας, δηλαδή των κειμένων που γράφτηκαν σε τουρκική γλώσσα, αλλά από Έλληνες συγγραφείς και με ελληνικούς χαρακτήρες και κυκλοφορούσαν σε χειρόγραφη ή έντυπη… …   Dictionary of Greek

  • συμβατικαῖς — συμβατικός tending fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβατικοῖς — συμβατικός tending masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβατικοί — συμβατικός tending masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβατικούς — συμβατικός tending masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβατικήν — συμβατικός tending fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»