-
1 συλλογίζομαι
[силлогизомэ] р. думать, размышлять, обдумывать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συλλογίζομαι
-
2 задуматься
задуматься σκέφτομαι, συλλογίζομαι, συλλογιέμαι* \задуматься над чём-л. συλλογίζομαι κά τι не \задуматьсяываясь χωρίς δισ ταγμό* * *σκέφτομαι, συλλογίζομαι, συλλογιέμαιзаду́маться над чем-л. — συλλογίζομαι κάτι
не заду́мываясь — χωρίς δισταγμό
-
3 соображать
соображать 1) (размышлять) σκέφτομαι, συλλογίζομαι 2) см. сообразить* * *1) ( размышлять) σκέφτομαι, συλλογίζομαι2) см. сообразить -
4 рассуждать
(мыслить, строить умозаключения) σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι- ение η σκέψη, ο συλλογισμόςо στοχασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассуждать
-
5 думать
дума||тьнесов1. σκέφτομαι, σκέπτομαι / συλλογίζομαι, στοχάζομαι (размышлять):не долго \думатья χωρίς πολλές σκέψεις, χωρίς δισταγμό· я даже не \думатью οὔτε τό σκέφτομαι· тут нечего \думать δέν χρειάζεται πολλή σκέψη·2. (полагать) νομίζω, μοῦ φαίνεται, ὑποθέτω, πιστεύω:\думатью, что он не прав νομίζω δτι δέν ἐχει δίκη ὁ, πιστεύω δτι ἐχει ἄδικο· не \думатьκ> δέν πιστεύω· что вы об этом \думатьете? τί γνώμη ἔχετε γι ' αὐτό;· вы так \думатьете? ἐτσι νομίζετε;·3. (намереваться) σκοπεύω, λογαριάζω, ἔχω πρόθεση [-ιν]:я \думатью остаться до́ма σκοπεύω νά μείνω στό σπίτι·4. (заботиться, интересоваться) σκέφτομαι, σκέπτομαι, νοιάζομαι:\думать» только о себе σκέφτομαι μόνο τόν ἐαυτό μου· не \думать о других δέν νοιάζομαι γιά τους ᾶλλους· ◊ и не \думатью! οὔτε μοῦ πέρασε ἀπ' τό μυαλό!, οὔτε τό σκέπτομαι!· и \думать нечего μή διστάζεις καθόλου· много о себе \думать ἔχω μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό μου· \думатьться безл разг φαίνεται:мне \думатьется, что... μοῦ φαίνεται, πώς... -
6 задумываться
заду́мыва||тьсянесов1. συλλογίζομαι, μπαίνω σέ σκέψη / ὁνειροπολώ (мечтать):\задумыватьсяться над вопросом σκέπτομαι τό ζήτημα· он не \задумыватьсяет-ся над будущим δέν συλλογίζεται τό μέλλο του·2. (колебаться) διστάζω:не \задумыватьсяясь χωρίς δισταγμό. -
7 мыслить
мыслитьнесов σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι:логически \мыслить σκέπτομαι λογικά·2. (представлять, предполагать) φαντάζομαι, νομίζω, σκοπεύω. -
8 обдумать
обдуматьсов, обдумывать несов ка-λοσκέπτομαι, στοχάζομαι, συλλογίζομαι καλά. -
9 подумывать
поду́мыва||тьнесов σκέπτομαι, συλλογίζομαι ἀπφ καιρό σέ καιρό / ἔχω κατά νοῦν (намереваться):\подумывать об отъезде σκέπτομαι νά ἀναχωρήσω· он давно́ \подумыватьет написать об этом ἀπό καιρό σκέπτεται νά γράψει γι ' αὐτό. -
10 призадуматься
призадуматьсясов, призадумываться несов γίνομαι σκεπτικός, συλλογίζομαι, σκέπτομαι / διστάζω (колебаться). -
11 размышлять
размышлятьнесов σκέφτομαι, συλλογίζομαι, σκέπτομαι, στοχάζομαι:\размышлять о де́ле σκέφτομαι γιάτή δουλειά. -
12 раскинуть
раски́||нутьсов см. раскидывать 2 3· ◊ \раскинутьнуть умом, мозгами разг στριφογυρίζω κάτι στό μυαλά μου, συλλογίζομαι. -
13 рассуждать
рассуждатьнесов συλλογίζομαι, σκέφτομαι/ συζητώ (обсуждать).. -
14 соображать
соображатьнесов1. (размышлять) σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι· 2.. (понимать) καταλαβαίνω, ἐννοώ, ἀντιλαμβάνομαι:хорошо́ \соображать κόβει τό μυαλό μου· плохо \соображать δέν μου κόβει πολύ. -
15 ужас
ужасж1. ἡ φρίκη, ὁ τρόμος:\ужасы войны οἱ φρικαλεότητες τοῦ πόλεμου· приходить в \ужас μέ πιάνει φρίκη· приводить в \ужас προξενώ φρίκη· содрогаться от \ужаса τρέμω ἀπ' τόν φόβο· с \ужасом думать о чем-л. συλλογίζομαι μέ φρίκη κάτι· до \ужаса ὑπερβολικά, πάρα πολύ·2. предик без л.:какой э́то \ужасΙ τί φρίκη! τί φοβε· ρό!· просто \ужас φοβερό πράγμα·3. нареч разг:\ужас как холодно! τί φοβερό κρύο! -
16 рассуждать
[ρασσουζντάτ'] ρ. συλλογίζομαι -
17 рассуждать
[ρασσουζντάτ'] ρ συλλογίζομαι -
18 мерекать
ρ.δ. (απλ.) σκέφτομαι, συλλογίζομαι• αντιλαμβάνομαι• έχω ιδέα απο... -
19 мыслить
-лю, -лишь, μτχ. ενστ. мыслящий, παθ. μτχ. ενστ. мыслимый, βρ: -лим, -а, -о;ρ.δ.1. σκέφτομαι, διαλογίζομαι, συλλογίζομαι• κρίνω. || στοχάζομαι, εικάζω, φαντάζομαι.2. υπολογίζω, υποθέτω.εννοούμαι. -
20 порассудить
ρ.σ. σκέπτομαι, συλλογίζομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συλλογίζομαι — συλλογίζομαι, συλλογίστηκα, συλλογισμένος βλ. πίν. 34 και πρβλ. συλλογιέμαι Σημειώσεις: συλλογίζομαι, συλλογιέμαι : η μτχ. συλλογισμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο, με την έννοια → σκεφτικός, βυθισμένος σε σκέψεις … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συλλογίζομαι — compute pres ind mp 1st sg συλλογίζομαι compute pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογίζομαι — και συλλογιέμαι συλλογίστηκα, συλλογισμένος 1. σκέφτομαι, φέρνω στο νου μου: Κάθεται και συλλογίζεται τα περασμένα. 2. λαμβάνω υπόψη μου, λογαριάζω: Δε με συλλογίστηκε καθόλου. 3. μτχ. πρκ., συλλογισμένος σκεφτικός: Κάθεται συλλογισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συλλογίζομαι — ΝΜΑ, και συλλογιέμαι και συλλογιούμαι Ν, και σπαν. ενεργ. τ. συλλογίζω Α [σύλλογος] 1. λαμβάνω υπ όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το ταξίδι» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ) 2.… … Dictionary of Greek
συλλογίζεσθε — συλλογίζομαι compute pres imperat mp 2nd pl συλλογίζομαι compute pres ind mp 2nd pl συλλογίζομαι compute pres imperat mp 2nd pl συλλογίζομαι compute pres ind mp 2nd pl συλλογίζομαι compute imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) συλλογίζομαι compute … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογιζομένων — συλλογίζομαι compute pres part mp fem gen pl συλλογίζομαι compute pres part mp masc/neut gen pl συλλογίζομαι compute pres part mp fem gen pl συλλογίζομαι compute pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογιζόμεθα — συλλογίζομαι compute pres ind mp 1st pl συλλογίζομαι compute pres ind mp 1st pl συλλογίζομαι compute imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) συλλογίζομαι compute imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογιζόμενον — συλλογίζομαι compute pres part mp masc acc sg συλλογίζομαι compute pres part mp neut nom/voc/acc sg συλλογίζομαι compute pres part mp masc acc sg συλλογίζομαι compute pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισαμένων — συλλογίζομαι compute aor part mp fem gen pl συλλογίζομαι compute aor part mp masc/neut gen pl συλλογίζομαι compute aor part mp fem gen pl συλλογίζομαι compute aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισθέντα — συλλογίζομαι compute aor part mp neut nom/voc/acc pl συλλογίζομαι compute aor part mp masc acc sg συλλογίζομαι compute aor part mp neut nom/voc/acc pl συλλογίζομαι compute aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισάμενον — συλλογίζομαι compute aor part mp masc acc sg συλλογίζομαι compute aor part mp neut nom/voc/acc sg συλλογίζομαι compute aor part mp masc acc sg συλλογίζομαι compute aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)