-
1 συηνια
ἡ [σῦς] свинство Plut.
См. также в других словарях:
συηνία — και δωρ. τ. συανία, ἡ, Α βλ. ὑηνία … Dictionary of Greek
συανία — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. συηνία … Dictionary of Greek
υηνία — ἡ, ΜΑ, και ὑηνεία Μ, και δωρ. τ. ὑανία και συανία και συηνία, Α κτηνώδης συμπεριφορά που οφείλεται στην έλλειψη μόρφωσης και γενικότερης καλλιέργειας 2. αποκτήνωση λόγω μέθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕηνος. Οι τ. με αρκτικό σ αναλογικά προς τον τ. σῦς*… … Dictionary of Greek