-
1 συγ-χειρίζω
συγ-χειρίζω, auch dep. med. mit behandeln, verwalten, τῷ βασιλεῖ τὰ κατὰ τὴν βασιλείαν, Pol. 6, 2, 14.
-
2 συγχειρίζω
συγ-χειρίζω, mit behandeln, verwalten -
3 συγχειριζω
1 συγ-χειρίζω
συγ-χειρίζω, auch dep. med. mit behandeln, verwalten, τῷ βασιλεῖ τὰ κατὰ τὴν βασιλείαν, Pol. 6, 2, 14.
2 συγχειρίζω
3 συγχειριζω