-
1 συγκυρημα
См. также в других словарях:
συγκύρημα — occurrence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκύρημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [συγκυρῶ (Ι)] μσν. συνδυασμός αρχ. συγκυρία, τυχαίο περιστατικό … Dictionary of Greek
συγκυρήμασι — συγκύρημα occurrence neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκυρήματι — συγκύρημα occurrence neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκυρήματος — συγκύρημα occurrence neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκυρμα — ύρματος, τὸ, Μ [συγκύρω] συγκύρημα* … Dictionary of Greek