Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συγκύρημα

См. также в других словарях:

  • συγκύρημα — occurrence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκύρημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [συγκυρῶ (Ι)] μσν. συνδυασμός αρχ. συγκυρία, τυχαίο περιστατικό …   Dictionary of Greek

  • συγκυρήμασι — συγκύρημα occurrence neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκυρήματι — συγκύρημα occurrence neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκυρήματος — συγκύρημα occurrence neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκυρμα — ύρματος, τὸ, Μ [συγκύρω] συγκύρημα* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»