-
1 συγκομιζω
тж. med.1) собирать(τὸν ἐκκεχυμένον οἶνον Her.)
τῶν καρπῶν συγκεκομισμένων Her. — после уборки плодов2) свозить, доставлять(τὸν σῖτον ἐς τέν ἀγορήν Her.)
3) накапливать, нагромождать(κάλλιστον κτῆμα Xen.; τῇ μνήμῃ τι Luc.)
συγκομίζεσθαί τι πρὸς ἑαυτόν Xen. — накапливать что-л. для себя самого4) доставать, получать, приобретать5) хоронить, погребать(τὸν νεκρόν Soph.; τὸν Στέφανον NT.)
-
2 συγκομίζω
μετ.1) собирать, убирать урожай; 2) перен. накоплять, обогащаться; пожинать плоды;συγκομίζω πλούσια κέρδη — получать громадные прибыли
-
3 συγκομίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συγκομίζω
-
4 συγκομίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συγκομίζω
-
5 συγκομίζω
погребать, хоронить.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συγκομίζω
-
6 συγκομίζω
[синкомизо] ρ собирать урожай, (μεταφ) пожинать плоды. -
7 εσοδεία
η1) сбор урожая; 2) урожай;μαζεύω ( — или συγκομίζω) την εσοδεία — собирать (снимать) урожай;
3) заготовка, запасание (продуктов) -
8 4792
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4792
См. также в других словарях:
συγκομίζω — carry pres subj act 1st sg συγκομίζω carry pres ind act 1st sg συγκομίζω carry pres subj act 1st sg συγκομίζω carry pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομίζω — ΝΜΑ 1. συλλέγω κάτι, ιδίως καρπούς, και τό μεταφέρω σε κάποιον τόπο, συναθροίζω («τοῡτον [τὸν σῑτον] πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορήν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με τους καρπούς και μετά από την εποχή τού θερισμού) συγκεντρώνω σε αποθήκες, αποθηκεύω,… … Dictionary of Greek
συγκομίζω — συγκόμισα, συγκομίστηκα, συγκομισμένος 1. κάνω συγκομιδή, μαζεύω καρπούς: Συγκόμισαν στις αποθήκες πολλά σιτηρά. 2. συναθροίζω, αποθησαυρίζω: Συγκομίζουν κάθε χρόνο πολλά κέρδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκομίζῃ — συγκομίζω carry pres subj mp 2nd sg συγκομίζω carry pres ind mp 2nd sg συγκομίζω carry pres subj act 3rd sg συγκομίζω carry pres subj mp 2nd sg συγκομίζω carry pres ind mp 2nd sg συγκομίζω carry pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιζομένων — συγκομίζω carry pres part mp fem gen pl συγκομίζω carry pres part mp masc/neut gen pl συγκομίζω carry pres part mp fem gen pl συγκομίζω carry pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιζόμενον — συγκομίζω carry pres part mp masc acc sg συγκομίζω carry pres part mp neut nom/voc/acc sg συγκομίζω carry pres part mp masc acc sg συγκομίζω carry pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιζόντων — συγκομίζω carry pres part act masc/neut gen pl συγκομίζω carry pres imperat act 3rd pl συγκομίζω carry pres part act masc/neut gen pl συγκομίζω carry pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομισθέντα — συγκομίζω carry aor part pass neut nom/voc/acc pl συγκομίζω carry aor part pass masc acc sg συγκομίζω carry aor part pass neut nom/voc/acc pl συγκομίζω carry aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομισάντων — συγκομίζω carry aor part act masc/neut gen pl συγκομίζω carry aor imperat act 3rd pl συγκομίζω carry aor part act masc/neut gen pl συγκομίζω carry aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομίζει — συγκομίζω carry pres ind mp 2nd sg συγκομίζω carry pres ind act 3rd sg συγκομίζω carry pres ind mp 2nd sg συγκομίζω carry pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομίζομεν — συγκομίζω carry pres ind act 1st pl συγκομίζω carry pres ind act 1st pl συγκομίζω carry imperf ind act 1st pl (homeric ionic) συγκομίζω carry imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)