Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συγκεκριμένος

См. также в других словарях:

  • συγκεκριμένος — η, ο, Ν 1. αυτός που υπόκειται στις αισθήσεις, αισθητός, απτός, σε αντιδιαστολή προς τον αφηρημένο 2. σαφής, κατηγορηματικός, απερίφραστος 3. το ουδ. ως ουσ. το συγκεκριμένο (φιλοσ.) όρος που σημαίνει οντότητες, όπως λ.χ. πρόσωπα, υλικής… …   Dictionary of Greek

  • συγκεκριμένος — η, ο επίρρ. α 1. ορισμένος: Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχεις άδικο. – Δεν έχει συγκεκριμένους στόχους. 2. σαφής, ολοκάθαρος: Περιμένω μια συγκεκριμένη απάντηση. – Έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες. 3. «συγκεκριμένη έννοια», αυτή που εκφράζει γεγονός ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκεκριμένος — συγκρίνω bring into combination perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • αφηρημένος — και αφαιρεμένος, η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. του αφαιρώ) 1. αυτός που δεν έχει συγκεντρωμένη την προσοχή του σε κάτι 2. μη καθορισμένος ή συγκεκριμένος, αόριστος 3. «αφηρημένα ουσιαστικά» αυτό που δηλώνουν έννοιες και όχι όντα ή αντικείμενα 4.… …   Dictionary of Greek

  • διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον …   Dictionary of Greek

  • διαμονή — Ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πρόχειρη ή προσωρινή εγκατάσταση ενός προσώπου. Ο όρος παρουσιάζει νομικό ενδιαφέρον στην περίπτωση που η δ. δεν μπορεί να αποδειχτεί. Σε πολλές περιπτώσεις, ο νόμος αρκείται στον τόπο της δ. για να ρυθμίσει… …   Dictionary of Greek

  • ενυποστατικός — ἐνυποστατικός, ή, όν (AM) ενυπόστατος, αυτός που έχει υπόσταση, ουσία, πραγματικός, ουσιώδης, συγκεκριμένος, αντικειμενικός («εἰς μορφὰς καὶ εἰς ἐνυποστατικὰς ἀρχάς», Επιφάν.) …   Dictionary of Greek

  • ευήμερος — I (Μεσσήνη 340 – 260; π.Χ.). Φιλόσοφος. Έγραψε το περίφημο έργο Ιερός ΛόγοςΙερά Αναγραφή, στο οποίο αφηγείται ένα ταξίδι του στο νησί Παγχαία του Ινδικού ωκεανού: όταν έφτασε στην πρωτεύουσα Πάναρα, σύμφωνα με την αφήγησή του, είδε μια χρυσή… …   Dictionary of Greek

  • θετικός — ή, ό (ΑΜ θετικός, ή, όν) 1. βεβαιωτικός, καταφατικός («θετική απάντηση») 2. το ουδ. ως ουσ. το θετικό(ν) ο πρώτος βαθμός τών επιθέτων και τών επιρρημάτων από τον οποίο σχηματίζονται ο συγκριτικός και ο υπερθετικός 3. φρ. γραμμ. «θετικός βαθμός»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»