-
1 συγκαταγηρασις
τῆς συγκαταγηράσεως ἕνεκα καὴ ἐπιμελείας ἀλλήλων Plat. — ради того, чтобы (супруги) в старости заботились друг о друге
См. также в других словарях:
συγκαταγήρασις — άσεως, ἡ, Α [συγκα ταγηράσκω] συμβίωση με κάποιον μέχρι τα γηρατειά … Dictionary of Greek
συγκαταγηράσει — συγκαταγήρᾱσις growing old together fem nom/voc/acc dual (attic epic) συγκαταγηράσεϊ , συγκαταγήρᾱσις growing old together fem dat sg (epic) συγκαταγήρᾱσις growing old together fem dat sg (attic ionic) συγκαταγήρασις growing old together fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταγηράσεως — συγκαταγηράσεω̆ς , συγκαταγήρᾱσις growing old together fem gen sg (attic) συγκαταγηράσεω̆ς , συγκαταγήρασις growing old together fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)