Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συγκαταγήρασις

См. также в других словарях:

  • συγκαταγήρασις — άσεως, ἡ, Α [συγκα ταγηράσκω] συμβίωση με κάποιον μέχρι τα γηρατειά …   Dictionary of Greek

  • συγκαταγηράσει — συγκαταγήρᾱσις growing old together fem nom/voc/acc dual (attic epic) συγκαταγηράσεϊ , συγκαταγήρᾱσις growing old together fem dat sg (epic) συγκαταγήρᾱσις growing old together fem dat sg (attic ionic) συγκαταγήρασις growing old together fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταγηράσεως — συγκαταγηράσεω̆ς , συγκαταγήρᾱσις growing old together fem gen sg (attic) συγκαταγηράσεω̆ς , συγκαταγήρασις growing old together fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»