-
1 συγγενικως
См. также в других словарях:
συγγενικῶς — συγγενικός congenital adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 συγγενικως
συγγενικῶς — συγγενικός congenital adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)