Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στόματα

См. также в других словарях:

  • στόματα — στόμα mouth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμαθ' — στόματα , στόμα mouth neut nom/voc/acc pl στόματι , στόμα mouth neut dat sg στόματε , στόμα mouth neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόματ' — στόματα , στόμα mouth neut nom/voc/acc pl στόματι , στόμα mouth neut dat sg στόματε , στόμα mouth neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • Liste der Nummer-eins-Hits in Griechenland (2011) — Alben (internationale Künstler) ΣΑΚΗΣ ΡΟΥΒΑΣ – ΠΑΡΑΦΟΡΑ Special Edition 2 Wochen (52/2010 – 01/2011) (ΤΣΑΝΤΑ – Patty, Box 8 (ΤΣΑΝΤΑ) 3 Wochen (02/2011 – 04/2011, insgesamt 7 Wochen) ΤΣΑΝΑΚΛΙΔΟΥ ΤΑΝΙΑ – ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΕΘΥΣΜΕΝΑ 1… …   Deutsch Wikipedia

  • Ремос, Антонис — Антонис Ремос Αντώνης Ρέμος Антонис Ремос 2011 Основная информация Полное имя Антонис Ремос …   Википедия

  • επιδερμίδα — Το εξωτερικό κάλυμμα του δέρματος των ζώων και του ανθρώπου που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμβρυϊκό βλαστικό σέρμα, το αποκαλούμενο εξώδερμα. Τα εκκρίματα της μονοστρωματικής ε. των ασπονδύλων σχηματίζουν, εξαιτίας της στερεοποίησής τους στον… …   Dictionary of Greek

  • μυριόστομος — η, ο, θηλ. και ος (Μ μυριόστομος, ον) αυτός που έχει αναρίθμητα στόματα νεοελλ. αυτός που βγαίνει από μύρια στόματα («μυριόστομη κραυγή») μσν. αυτός που είναι κατασκευασμένος με πάρα πολλές αιχμές (α. «μυριόστομον ξίφος», Γ. Πισίδ. β.… …   Dictionary of Greek

  • μυριόστομος — η, ο αυτός που έχει πολλά στόματα ή βγαίνει από πολλά στόματα: Μυριόστομη φωνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liman — Photo Landsat des limans de la côte nord ouest de la Mer Noire. Un liman (du grec médiéval λιμάνι, limani : « abri côtier », lui même du grec ancien λειμών, leimon : « milieu humide ») est une lagune spécifique du… …   Wikipédia en Français

  • Список альбомов № 1 в Греции 2011 года — Сакис Рувас стал первым призёром греческого хит парада Список включает в себя музыкальные альбомы, занимавшие первое место в 2011 году в хит параде Official Cyta, составляемом отделением …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»