-
1 στυγνός
στυγνός, eigtl. zsgzgn aus στυγανός, wie στυγερός, verhaßt; δαίμων, Aesch. Pers. 464; ἄτη, Prom. 888; auch = traurig, στυγνῷ προςώπῳ, Ag. 625, Soph. Trach. 1038 Phil. 1122; στυγνὸν οἰμώξας, traurig, Ant. 1211, στυγνὸς μὲν εἴκων δῆλος εἶ, verdrießlich. ungern, O. R. 673, oft Eur., στυγνὸν ὀφρύων νέφος Hipp. 173, ἔπος στυγνότατον Suppl. 1161; ὁρᾶν στυγνὸς ἦν, Ggstz φαιδρός, Xen. An. 2, 6, 9. 11; καὶ ἄγριος, Bion. 1, 52; ἡμέρα στυγνοτέρα, Plut. Num. 10.
-
2 στυγνός
στυγνός, verhaßt; auch = traurig; στυγνὸς μὲν εἴκων δῆλος εἶ, verdrießlich, ungern -
3 στυγνός
στυγνός, ή, όν gloomy, sad (so since Aeschyl.; X., An. 2, 6, 9. Also PSI 28, 1 στυγνοῦ σκότους; LXX; TestLevi 3:1; Jos., Ant. 19, 318) Hv 1, 2, 3 opp. γελῶν as GJs 17:2. τί ‹οὕ›τως στυγνὸς καὶ κατηφής, κύριε; Why so sad and downcast, Lord? AcPl Ha 7, 30.—DELG s.v. στύγεω. -
4 στυγνος
31) страшный, враждебный(τινι Aesch., Soph.)
2) ненавистный, ужасный(ἄτη Aesch.; αἰών Soph.)
3) угрюмый, мрачный(πρόσωπον Aesch.; ἡμέρα Plut.)
στυγνέ ὀφρύς или στυγνὸν ὀφρύων νέφος Eur. — нахмуренные брови, мрачность;ὁρᾶν σ. Xen. — угрюмый на вид;σ. εἴκων Soph. — неохотно соглашающийся -
5 στυγνός
στυγνόςhated: masc nom sg -
6 στυγνός
A hated, abhorred, of persons and things, Archil.80; (anap.);ὦ στυγνὲ δαῖμον Id.Pers. 472
;ὦ στυγνὸς αἰών S.Ph. 1348
; , etc.: c. dat., hateful or hostile to one, A.Pers. 286 (lyr.), S.El. 918. Adv. [comp] Comp.-οτέρως, ἔχειν πρός τινα BGU1301.8
(ii/i B.C.).II gloomy, sullen, , E. Alc. 777;ὀφρύων νέφος Id.Hipp. 172
(anap.), cf. 290;στυγνοὶ κλαίουσιν Ἔρωτες Mosch.3.67
; ὁρᾶν στυγνός, opp. φαιδρός, X.An.2.6.9, cf. 11, Hp.Mul.2.182, LXX Is.57.17, Arr.Epict.3.5.9 ([comp] Comp.), Aret.SD1.5; ; οἱονεὶ πυρὸς εἰσπεσόντος εἰς ὕδωρ στυγνὸν σέλας ἐκπέμπουσα [ λιγνύς] Adam.Vent.34; σ. διαγωγαὶ καὶ ἀναγνώσεις καὶ διηγήματα, opp. ἐρεθιστικὰ τῶν ἀφροδισίων, Sor.2.46; στυγνὸς μὲν εἴκων δῆλος εἶ sullenly, with an ill grace, S.OT 673: neut. as Adv.,στυγνὸν οἰμώξας Id.Ant. 1226
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυγνός
-
7 στυγνός
-
8 στυγνός
[стигнос] εκ. ненавистный, ужасный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στυγνός
-
9 στυγνός
-ή,-όν + A 0-0-1-1-1=3 Is 57,17; DnLXX 2,12; Wis 17,5gloomy, sullen (of pers.) DnLXX 2,12; gloomy, horrible (of night) Wis 17,5 Cf. LARCHER 1985, 955 -
10 στυγνός
[стигнос] επ ненавистный, ужасный. -
11 στυγνός
1) callous2) unfeelingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στυγνός
-
12 κατά-στυγνος
κατά-στυγνος, sehr traurig, betrübt, Ath. XIII, 585 d.
-
13 unfeeling
στυγνός -
14 στυγνά
στυγνόςhated: neut nom /voc /acc plστυγνά̱, στυγνόςhated: fem nom /voc /acc dualστυγνά̱, στυγνόςhated: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 στυγνότερον
στυγνόςhated: adverbial compστυγνόςhated: masc acc comp sgστυγνόςhated: neut nom /voc /acc comp sg -
16 στυγνοτάτων
στυγνόςhated: fem gen superl plστυγνόςhated: masc /neut gen superl pl -
17 στυγνοτέρων
στυγνόςhated: fem gen comp plστυγνόςhated: masc /neut gen comp pl -
18 στυγνόν
στυγνόςhated: masc acc sgστυγνόςhated: neut nom /voc /acc sg -
19 στυγνότατον
στυγνόςhated: masc acc superl sgστυγνόςhated: neut nom /voc /acc superl sg -
20 στυγναί
στυγνόςhated: fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
στυγνός — hated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγνός — ή, ό / στυγνός, ή, όν, ΝΑ 1. (για πρόσ. και πράγματα) στυγερός, μισητός (α. «στυγνός δολοφόνος» β. «στυγνά πρόκακα λέγων», Αισχύλ.) 2. κατηφής, σκυθρωπός αρχ. 1. δύστροπος ή εξαιρετικά άθυμος 2. (η αιτ. εν. τού ουδ. ως επίρρ.) στυγνόν λυπηρά.… … Dictionary of Greek
στυγνός — ή, ό επίρρ. ά σκληρός, μισητός: Ο εργοδότης τους είναι ένας στυγνός εκμεταλλευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στυγνά — στυγνός hated neut nom/voc/acc pl στυγνά̱ , στυγνός hated fem nom/voc/acc dual στυγνά̱ , στυγνός hated fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγνότερον — στυγνός hated adverbial comp στυγνός hated masc acc comp sg στυγνός hated neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγνοτάτων — στυγνός hated fem gen superl pl στυγνός hated masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγνοτέρων — στυγνός hated fem gen comp pl στυγνός hated masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγνόν — στυγνός hated masc acc sg στυγνός hated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγνότατον — στυγνός hated masc acc superl sg στυγνός hated neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγναῖς — στυγνός hated fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγναῖσι — στυγνός hated fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)